ἀμφιβληστροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)mfiblhstroeidh/s
|Beta Code=a)mfiblhstroeidh/s
|Definition=ές, [[net-like]], [[like a net]], [[ἀμφιβληστροειδὴς χιτών]] prob. the [[retina]], <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>8.6</span>, <span class="bibl">10.2</span>, cf. <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>153</span>, <span class="bibl">Poll.2.71</span>.
|Definition=ές, [[net-like]], [[like a net]], [[ἀμφιβληστροειδὴς χιτών]] prob. the [[retina]], <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>8.6</span>, <span class="bibl">10.2</span>, cf. <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>153</span>, <span class="bibl">Poll.2.71</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[reticular]] ἀ. χιτών retina</i> Gal.3.639, cf. 762, Ruf.<i>Onom</i>.153, Poll.2.71.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιβληστροειδής''': -ές, = [[ὅμοιος]] δικτύῳ, ἀμφ. χιτὼν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πολυδ. 2. 71, πρβλ. Greenhill Θεόφ. 159. 6.
|lstext='''ἀμφιβληστροειδής''': -ές, = [[ὅμοιος]] δικτύῳ, ἀμφ. χιτὼν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πολυδ. 2. 71, πρβλ. Greenhill Θεόφ. 159. 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[reticular]] ἀ. χιτών retina</i> Gal.3.639, cf. 762, Ruf.<i>Onom</i>.153, Poll.2.71.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α ἀμφιβληστροειδής)<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> ο όμοιος με αμφίβληστρο, με [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>(Ανατ.)</b> ο [[χιτώνας]] του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει [[χώρα]] η νευρική [[διέγερση]] από το [[φυσικό]] φως και αρχίζει η [[αίσθηση]] της όρασης. Ο [[υπόλοιπος]] [[βολβός]] [[είναι]] ένα ερειστικό [[περίβλημα]] που ρυθμίζει τη [[θρέψη]] του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφίβληστρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
|mltxt=-ές (Α ἀμφιβληστροειδής)<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> ο όμοιος με αμφίβληστρο, με [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>(Ανατ.)</b> ο [[χιτώνας]] του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει [[χώρα]] η νευρική [[διέγερση]] από το [[φυσικό]] φως και αρχίζει η [[αίσθηση]] της όρασης. Ο [[υπόλοιπος]] [[βολβός]] [[είναι]] ένα ερειστικό [[περίβλημα]] που ρυθμίζει τη [[θρέψη]] του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφίβληστρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 13:03, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβληστροειδής Medium diacritics: ἀμφιβληστροειδής Low diacritics: αμφιβληστροειδής Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: amphiblēstroeidḗs Transliteration B: amphiblēstroeidēs Transliteration C: amfivlistroeidis Beta Code: a)mfiblhstroeidh/s

English (LSJ)

ές, net-like, like a net, ἀμφιβληστροειδὴς χιτών prob. the retina, Gal. UP8.6, 10.2, cf. Ruf.Onom.153, Poll.2.71.

Spanish (DGE)

-ές
reticular ἀ. χιτών retina Gal.3.639, cf. 762, Ruf.Onom.153, Poll.2.71.

German (Pape)

[Seite 136] ές, netzartig, Poll. 2, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβληστροειδής: -ές, = ὅμοιος δικτύῳ, ἀμφ. χιτὼν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πολυδ. 2. 71, πρβλ. Greenhill Θεόφ. 159. 6.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφιβληστροειδής)
1. αρχ. ο όμοιος με αμφίβληστρο, με δίχτυ
2. (Ανατ.) ο χιτώνας του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει χώρα η νευρική διέγερση από το φυσικό φως και αρχίζει η αίσθηση της όρασης. Ο υπόλοιπος βολβός είναι ένα ερειστικό περίβλημα που ρυθμίζει τη θρέψη του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον + -ειδής < εἶδος.