ἀστόχαστος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)sto/xastos
|Beta Code=a)sto/xastos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not aimed]], <span class="bibl">D.H.14.10</span>; [[not aimed at]], [[not considered]], πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>89. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[hard to guess at]], Thphr. ap. Stob.4.11.16. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Act., [[missing the mark]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.191S.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not aimed]], <span class="bibl">D.H.14.10</span>; [[not aimed at]], [[not considered]], πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>89. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[hard to guess at]], Thphr. ap. Stob.4.11.16. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Act., [[missing the mark]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.191S.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no estimado o calculado]] ἀ. πληγή D.H.14.10, καὶ πλήθους καὶ ποιότητ[ος] ἀ[σ] τοχάστων Phld.<i>D</i>.3.fr.89.12.<br /><b class="num">2</b> [[no conjeturable]] χαλεπὸν καταμαντεύεσθαι περὶ τῶν νέων· [[ἀστόχαστος]] γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολάς Thphr. en Stob.4.11.16.<br /><b class="num">3</b> [[que no da con el blanco]], [[que no acierta]] καὶ τούτους ἐν τοῖς πρακτοῖς καὶ τοῖς γεγραμμένοις ἀστοχάστους θεωροῦμεν Phld.<i>Rh</i>.1.191.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin objeto]], [[sin finalidad]], <i>A.Andr.Fr</i>.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστόχαστος''': -ον, μὴ σκοπευόμενος, [[ἀσκόπευτος]], ἢ κατ’ ἄλλους, [[ἀπρόοπτος]], [[ἀπροσδόκητος]], [[τότε]] δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν [[εἶναι]] νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, [[ἀστόχαστος]] γὰρ ἡ [[ἡλικία]] καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· [[προσέτι]] = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21.
|lstext='''ἀστόχαστος''': -ον, μὴ σκοπευόμενος, [[ἀσκόπευτος]], ἢ κατ’ ἄλλους, [[ἀπρόοπτος]], [[ἀπροσδόκητος]], [[τότε]] δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν [[εἶναι]] νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, [[ἀστόχαστος]] γὰρ ἡ [[ἡλικία]] καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· [[προσέτι]] = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no estimado o calculado]] ἀ. πληγή D.H.14.10, καὶ πλήθους καὶ ποιότητ[ος] ἀ[σ] τοχάστων Phld.<i>D</i>.3.fr.89.12.<br /><b class="num">2</b> [[no conjeturable]] χαλεπὸν καταμαντεύεσθαι περὶ τῶν νέων· [[ἀστόχαστος]] γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολάς Thphr. en Stob.4.11.16.<br /><b class="num">3</b> [[que no da con el blanco]], [[que no acierta]] καὶ τούτους ἐν τοῖς πρακτοῖς καὶ τοῖς γεγραμμένοις ἀστοχάστους θεωροῦμεν Phld.<i>Rh</i>.1.191.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin objeto]], [[sin finalidad]], <i>A.Andr.Fr</i>.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστόχαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απερίσκεπτος]], [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>2.</b> απρόσεχτος, [[αδέξιος]]<br /><b>3.</b> [[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[σκόπιμος]]<br /><b>2.</b> ο [[απρόβλεπτος]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστόχαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απερίσκεπτος]], [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>2.</b> απρόσεχτος, [[αδέξιος]]<br /><b>3.</b> [[αμέριμνος]], [[ξένοιαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[σκόπιμος]]<br /><b>2.</b> ο [[απρόβλεπτος]]<br /><b>3.</b> όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο.
}}
}}

Revision as of 14:54, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστόχαστος Medium diacritics: ἀστόχαστος Low diacritics: αστόχαστος Capitals: ΑΣΤΟΧΑΣΤΟΣ
Transliteration A: astóchastos Transliteration B: astochastos Transliteration C: astochastos Beta Code: a)sto/xastos

English (LSJ)

ον, A not aimed, D.H.14.10; not aimed at, not considered, πλήθους καὶ ποιότητος ἀστοχάστων Phld.D.3Fr.89. 2 hard to guess at, Thphr. ap. Stob.4.11.16. 3 Act., missing the mark, Phld.Rh.1.191S.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no estimado o calculado ἀ. πληγή D.H.14.10, καὶ πλήθους καὶ ποιότητ[ος] ἀ[σ] τοχάστων Phld.D.3.fr.89.12.
2 no conjeturable χαλεπὸν καταμαντεύεσθαι περὶ τῶν νέων· ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολάς Thphr. en Stob.4.11.16.
3 que no da con el blanco, que no acierta καὶ τούτους ἐν τοῖς πρακτοῖς καὶ τοῖς γεγραμμένοις ἀστοχάστους θεωροῦμεν Phld.Rh.1.191.
II adv. -ως sin objeto, sin finalidad, A.Andr.Fr.14.

German (Pape)

[Seite 376] nicht gezielt, Dion. Hal. Epit. 14, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστόχαστος: -ον, μὴ σκοπευόμενος, ἀσκόπευτος, ἢ κατ’ ἄλλους, ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, τότε δ’ ἐκ τῶν πλαγίων ἀστοχάστους πληγὰς ἐπέφερον Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 14. 17. 2) περὶ οὖ χαλεπὸν εἶναι νὰ εἰκάσῃ τις, ἐπὶ τῆς ἡλικίας τῶν νέων, ἀστόχαστος γὰρ ἡ ἡλικία καὶ πολλὰς ἔχουσα μεταβολὰς Θεόφραστ. παρὰ Στοβ. 358. 18· προσέτι = ἄστοχος Φιλόδημ. περὶ Ρητορ. σ. 20. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστόχαστος, -ον)
νεοελλ.
1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
2. απρόσεχτος, αδέξιος
3. αμέριμνος, ξένοιαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος
2. ο απρόβλεπτος
3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο.