ἁλωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a(lwni/zw
|Beta Code=a(lwni/zw
|Definition=[[ἁλωνεύομαι]], Hsch.
|Definition=[[ἁλωνεύομαι]], Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[trillar]], <i>Eu.Thom.A</i> 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλωνίζω''': ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[αὐλωνίζω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἁλωνίζω''': ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[αὐλωνίζω]], ὃ ἴδε.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[trillar]], <i>Eu.Thom.A</i> 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἁλωνίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] με [[τριβή]] στο [[αλώνι]] τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διώχνω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[δέρνω]]<br /><b>3.</b> [[σπαταλώ]], [[ξοδεύω]] αλόγιστα<br /><b>4.</b> [[κάνω]] άνω-[[κάτω]], [[ενοχλώ]]<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι<br /><b>6.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με ανευθυνότητα, [[κάνω]] αυθαιρεσίες<br /><b>μσν.</b><br />[[αλωνεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>αλω</i>-<i>ν</i>-επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[άλως]], ο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνισιά]], [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]], [[αλωνιστής]], [[αλωνιστικός]], [[αλωνίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοθερίζω]]].
|mltxt=(Μ [[ἁλωνίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] με [[τριβή]] στο [[αλώνι]] τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διώχνω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[δέρνω]]<br /><b>3.</b> [[σπαταλώ]], [[ξοδεύω]] αλόγιστα<br /><b>4.</b> [[κάνω]] άνω-[[κάτω]], [[ενοχλώ]]<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι<br /><b>6.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με ανευθυνότητα, [[κάνω]] αυθαιρεσίες<br /><b>μσν.</b><br />[[αλωνεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>αλω</i>-<i>ν</i>-επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[άλως]], ο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνισιά]], [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]], [[αλωνιστής]], [[αλωνιστικός]], [[αλωνίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοθερίζω]]].
}}
}}

Revision as of 15:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλωνίζω Medium diacritics: ἁλωνίζω Low diacritics: αλωνίζω Capitals: ΑΛΩΝΙΖΩ
Transliteration A: halōnízō Transliteration B: halōnizō Transliteration C: alonizo Beta Code: a(lwni/zw

English (LSJ)

ἁλωνεύομαι, Hsch.

Spanish (DGE)

trillar, Eu.Thom.A 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.

German (Pape)

[Seite 113] VLL., auf der Tenne sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωνίζω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ αὐλωνίζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἁλωνίζω)
αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους
νεοελλ.
1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια
2. χτυπώ, δέρνω
3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα
4. κάνω άνω-κάτω, ενοχλώ
5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι
6. συμπεριφέρομαι με ανευθυνότητα, κάνω αυθαιρεσίες
μσν.
αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. αλω-ν-επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. άλως, ο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνισιά, αλώνισμα, αλωνισμός, αλωνιστής, αλωνιστικός, αλωνίστρα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοθερίζω].