ἁλωνίζω: Difference between revisions
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a(lwni/zw | |Beta Code=a(lwni/zw | ||
|Definition=[[ἁλωνεύομαι]], Hsch. | |Definition=[[ἁλωνεύομαι]], Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[trillar]], <i>Eu.Thom.A</i> 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλωνίζω''': ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[αὐλωνίζω]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ἁλωνίζω''': ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[αὐλωνίζω]], ὃ ἴδε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[ἁλωνίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] με [[τριβή]] στο [[αλώνι]] τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διώχνω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[δέρνω]]<br /><b>3.</b> [[σπαταλώ]], [[ξοδεύω]] αλόγιστα<br /><b>4.</b> [[κάνω]] άνω-[[κάτω]], [[ενοχλώ]]<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι<br /><b>6.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με ανευθυνότητα, [[κάνω]] αυθαιρεσίες<br /><b>μσν.</b><br />[[αλωνεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>αλω</i>-<i>ν</i>-επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[άλως]], ο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνισιά]], [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]], [[αλωνιστής]], [[αλωνιστικός]], [[αλωνίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοθερίζω]]]. | |mltxt=(Μ [[ἁλωνίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] με [[τριβή]] στο [[αλώνι]] τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διώχνω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[δέρνω]]<br /><b>3.</b> [[σπαταλώ]], [[ξοδεύω]] αλόγιστα<br /><b>4.</b> [[κάνω]] άνω-[[κάτω]], [[ενοχλώ]]<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι<br /><b>6.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με ανευθυνότητα, [[κάνω]] αυθαιρεσίες<br /><b>μσν.</b><br />[[αλωνεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>αλω</i>-<i>ν</i>-επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[άλως]], ο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνισιά]], [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]], [[αλωνιστής]], [[αλωνιστικός]], [[αλωνίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοθερίζω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ἁλωνεύομαι, Hsch.
Spanish (DGE)
trillar, Eu.Thom.A 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.
German (Pape)
[Seite 113] VLL., auf der Tenne sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωνίζω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ αὐλωνίζω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(Μ ἁλωνίζω)
αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους
νεοελλ.
1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια
2. χτυπώ, δέρνω
3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα
4. κάνω άνω-κάτω, ενοχλώ
5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι
6. συμπεριφέρομαι με ανευθυνότητα, κάνω αυθαιρεσίες
μσν.
αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. αλω-ν-επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. άλως, ο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνισιά, αλώνισμα, αλωνισμός, αλωνιστής, αλωνιστικός, αλωνίστρα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοθερίζω].