ἑνωτικός: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e(nwtiko/s | |Beta Code=e(nwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, (ἑνόω) [[serving to unite]] or [[unify]], δύναμις <span class="bibl">Ph.1.31</span>; εὔνοια <span class="bibl">Id.2.219</span>, cf. Plu.2.428a; τινῶν <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>13</span>,al., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>47</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl"><span class="title">EM</span>54.10</span>. | |Definition=ή, όν, (ἑνόω) [[serving to unite]] or [[unify]], δύναμις <span class="bibl">Ph.1.31</span>; εὔνοια <span class="bibl">Id.2.219</span>, cf. Plu.2.428a; τινῶν <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>13</span>,al., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>47</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl"><span class="title">EM</span>54.10</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[unificador]], [[que procura la unión o tiene la virtud de unir]] ref. abstr. φιλίαν τε καὶ νεῖκος· ὧν ἡ μέν ἐστιν ἑ. τὸ δὲ διαιρετικόν Plu.2.878a (= Emp.A 33), συστατικὴ [[γάρ]] ἐστι καὶ ἑ. τῶν πολλῶν (ἡ μουσική) Pythag. en Theo Sm.12.21, πνεῦμα Ph.1.31, μεσότης ἡ ἑ. καὶ συνάγουσα τὰ διεστῶτα Iul.<i>Or</i>.11.138d, cf. <i>Theol.Ar</i>.16, (ψυχή) [[ἀμερής]] ἐστι καὶ ἑ. Olymp.<i>in Grg</i>.13.2, δυνάμεις Procl.<i>in Ti</i>.2.198.30, cf. Eus.<i>PE</i> 7.10.9, ἑ. τῶν ἄλλων πάντων τὸ ἕν Dam.<i>Pr</i>.47, πᾶν ἀγαθὸν ἑ. ἐστι τῶν μετεχόντων [[αὐτοῦ]] Procl.<i>Inst</i>.13, ἡ θεία [[διοίκησις]] Didym.<i>Gen</i>.128.13, op. [[διακριτικός]] Simp.<i>in Cat</i>.327.30<br /><b class="num">•</b>c. gen. y πρός c. ac. (νοῦς) ἑνωτικώτερον ἀνθρώπων πρὸς τοὺς θεούς <i>Corp.Herm</i>.10.23<br /><b class="num">•</b>ref. pers. o sus cualidades [[que une]], [[que tiene capacidad de congregar, de aunar]] εὔνοια Ph.2.219, [[ἄνθρωπος]] συνοχεὺς καὶ ἑ. Horap.2.116<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ πρὸς τὰ ἄλλα ἑνωτικὸν ... τοῦ ὕδατος <i>Corp.Herm.Fr</i>.26.16.<br /><b class="num">2</b> mús. [[que da unidad]], [[que armoniza]], [[armonioso]] τῶν δὲ ὁμοφώνων (φθόγγων) ἑνωτικώτατον ... τὸ διὰ πασῶν Ptol.<i>Harm</i>.15.26, c. gen. τῶν δὲ τοιούτων ἑνωτικαί πως αἱ ἁρμονίαι <i>Theol.Ar</i>.50.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἑ. [[Henotikón]] o [[Henótico]] n. del edicto de unificación promulgado por el emperador Zenón (438 d.C.) para evitar la disgregación de las iglesias y que apelaba a un acuerdo sobre la naturaleza única de las personas de la Trinidad, Euagr.Schol.<i>HE</i> 3.12, 13<br /><b class="num">•</b>tb. en plu. τὰ ἑνωτικά Ζήνωνος Euagr.Schol.<i>HE</i> 3.30. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à unir.<br />'''Étymologie:''' ἑνόω. | |btext=ή, όν :<br />propre à unir.<br />'''Étymologie:''' ἑνόω. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:24, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἑνόω) serving to unite or unify, δύναμις Ph.1.31; εὔνοια Id.2.219, cf. Plu.2.428a; τινῶν Procl.Inst.13,al., Dam.Pr.47. Adv. -κῶς EM54.10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1unificador, que procura la unión o tiene la virtud de unir ref. abstr. φιλίαν τε καὶ νεῖκος· ὧν ἡ μέν ἐστιν ἑ. τὸ δὲ διαιρετικόν Plu.2.878a (= Emp.A 33), συστατικὴ γάρ ἐστι καὶ ἑ. τῶν πολλῶν (ἡ μουσική) Pythag. en Theo Sm.12.21, πνεῦμα Ph.1.31, μεσότης ἡ ἑ. καὶ συνάγουσα τὰ διεστῶτα Iul.Or.11.138d, cf. Theol.Ar.16, (ψυχή) ἀμερής ἐστι καὶ ἑ. Olymp.in Grg.13.2, δυνάμεις Procl.in Ti.2.198.30, cf. Eus.PE 7.10.9, ἑ. τῶν ἄλλων πάντων τὸ ἕν Dam.Pr.47, πᾶν ἀγαθὸν ἑ. ἐστι τῶν μετεχόντων αὐτοῦ Procl.Inst.13, ἡ θεία διοίκησις Didym.Gen.128.13, op. διακριτικός Simp.in Cat.327.30
•c. gen. y πρός c. ac. (νοῦς) ἑνωτικώτερον ἀνθρώπων πρὸς τοὺς θεούς Corp.Herm.10.23
•ref. pers. o sus cualidades que une, que tiene capacidad de congregar, de aunar εὔνοια Ph.2.219, ἄνθρωπος συνοχεὺς καὶ ἑ. Horap.2.116
•neutr. subst. τὸ πρὸς τὰ ἄλλα ἑνωτικὸν ... τοῦ ὕδατος Corp.Herm.Fr.26.16.
2 mús. que da unidad, que armoniza, armonioso τῶν δὲ ὁμοφώνων (φθόγγων) ἑνωτικώτατον ... τὸ διὰ πασῶν Ptol.Harm.15.26, c. gen. τῶν δὲ τοιούτων ἑνωτικαί πως αἱ ἁρμονίαι Theol.Ar.50.
II subst. τὸ ἑ. Henotikón o Henótico n. del edicto de unificación promulgado por el emperador Zenón (438 d.C.) para evitar la disgregación de las iglesias y que apelaba a un acuerdo sobre la naturaleza única de las personas de la Trinidad, Euagr.Schol.HE 3.12, 13
•tb. en plu. τὰ ἑνωτικά Ζήνωνος Euagr.Schol.HE 3.30.
German (Pape)
[Seite 861] vereinigend, Sp., wie Plut. de def. orac. 33 adv. Colot. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνωτικός: -ή, -όν, (ἑνόω), ὁ συντελῶν πρὸς ἕνωσιν, Πλούτ. 2. 428Α, 878Α. ‒ Ἐπίρρ. ἑνωτικῶς Ἐτυμ. Μ. σ. 54, 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à unir.
Étymologie: ἑνόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑνωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός
ο οπαδός της πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή περιοχής με ένα ομοεθνές κράτος ή τη συνένωση σωματείων
4. γραμμ. το ουδ. ως ουσ. το ενωτικό
μικρή οριζόντια γραμμή που τίθεται στο τέλος του στίχου σε λέξη που τέμνεται σε κάποια συλλαβή της ή μεταξύ δύο λέξεων που συνεκφέρονται, π.χ. ένας ένας, γύρω γύρω
νεοελλ.
χημ. «ενωτικό βάρος» — το σχετικό βάρος κάθε συστατικού μιας χημικής ενώσεως, αλλιώς ατομικό βάρος
μσν.
ενωμένος.
επίρρ...
ἑνωτικῶς (AM)
κατά τρόπο ενωτικό, συνδετικό.
Russian (Dvoretsky)
ἑνωτικός: соединяющий (συμφυΐα Plut.).