βίβημι: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [lacon. 3<sup>a</sup> plu. βίβαντι epigr. en Poll.4.102]<br />[[caminar]], [[andar]] μακρὰ βιβάς <i>Il</i>.7.213, cf. 3.22, ὕψι βιβάντα a él que marchaba ufano</i>, <i>Il</i>.13.371, cf. A.D.<i>Adu</i>.175.18, 198.1, 17, μακρὰ βιβᾶσα de un alma en el Hades <i>Od</i>.11.539<br /><b class="num">•</b>tal vez [[montar]], [[saltar]] κοῦφα βιβάς (al carro), Hes.<i>Sc</i>.323, χείλια ... βίβαντι saltan mil veces</i> epigr.l.c., cf. [[βαίνω]]. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [lacon. 3<sup>a</sup> plu. βίβαντι epigr. en Poll.4.102]<br />[[caminar]], [[andar]] μακρὰ βιβάς <i>Il</i>.7.213, cf. 3.22, ὕψι βιβάντα a él que marchaba ufano</i>, <i>Il</i>.13.371, cf. A.D.<i>Adu</i>.175.18, 198.1, 17, μακρὰ βιβᾶσα de un alma en el Hades <i>Od</i>.11.539<br /><b class="num">•</b>tal vez [[montar]], [[saltar]] κοῦφα βιβάς (al carro), Hes.<i>Sc</i>.323, χείλια ... βίβαντι saltan mil veces</i> epigr.l.c., cf. [[βαίνω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. part. prés. nomin. masc.</i> [[βιβάς]], <i>fém.</i> [[βιβᾶσα]], <i>et acc. masc.</i> βιβάντα;<br />faire des enjambées, aller à grands pas.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βαίνω]], marcher. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βίβημι''': ποιητ. ἰσοδ. [[τύπος]] τοῦ βαίνω, περιπατῶ, [[βαδίζω]], ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβὰς Ἰλ. Η. 213, κτλ.· ὕψι βιβάντα Ν. 371, κτλ. (καὶ νεώτεροι ἐκδόται ἀναγινώσκουσι βιβάντα, βιβᾶσα ἐν τοῖς χωρίοις τοῖς μνημονευθεῖσιν ὑπὸ τὸ ἄρθρον [[βιβάω]])· Δωρ. γ΄ πληθ. βίβαντ, Ἐπιγρ. Λακων ἐν Ahrens Δ. Δωρ. σ. 483. | |lstext='''βίβημι''': ποιητ. ἰσοδ. [[τύπος]] τοῦ βαίνω, περιπατῶ, [[βαδίζω]], ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβὰς Ἰλ. Η. 213, κτλ.· ὕψι βιβάντα Ν. 371, κτλ. (καὶ νεώτεροι ἐκδόται ἀναγινώσκουσι βιβάντα, βιβᾶσα ἐν τοῖς χωρίοις τοῖς μνημονευθεῖσιν ὑπὸ τὸ ἄρθρον [[βιβάω]])· Δωρ. γ΄ πληθ. βίβαντ, Ἐπιγρ. Λακων ἐν Ahrens Δ. Δωρ. σ. 483. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
poet. collat. form of βαίνω, to stride, used by Hom. only in part., μακρὰ βιβάς Il.7.213, al.; ὕψι βιβάντα 13.371, al. (v. foreg.): Dor. 3sg. βίβαντι Epigr.Lacon. ap. Poll.4.102.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [lacon. 3a plu. βίβαντι epigr. en Poll.4.102]
caminar, andar μακρὰ βιβάς Il.7.213, cf. 3.22, ὕψι βιβάντα a él que marchaba ufano, Il.13.371, cf. A.D.Adu.175.18, 198.1, 17, μακρὰ βιβᾶσα de un alma en el Hades Od.11.539
•tal vez montar, saltar κοῦφα βιβάς (al carro), Hes.Sc.323, χείλια ... βίβαντι saltan mil veces epigr.l.c., cf. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés. nomin. masc. βιβάς, fém. βιβᾶσα, et acc. masc. βιβάντα;
faire des enjambées, aller à grands pas.
Étymologie: cf. βαίνω, marcher.
Greek (Liddell-Scott)
βίβημι: ποιητ. ἰσοδ. τύπος τοῦ βαίνω, περιπατῶ, βαδίζω, ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβὰς Ἰλ. Η. 213, κτλ.· ὕψι βιβάντα Ν. 371, κτλ. (καὶ νεώτεροι ἐκδόται ἀναγινώσκουσι βιβάντα, βιβᾶσα ἐν τοῖς χωρίοις τοῖς μνημονευθεῖσιν ὑπὸ τὸ ἄρθρον βιβάω)· Δωρ. γ΄ πληθ. βίβαντ, Ἐπιγρ. Λακων ἐν Ahrens Δ. Δωρ. σ. 483.
English (Autenrieth)
(parallel forms of βαίνω), pres. part. βιβάσθων and βιβάς, acc. βιβάντα and βιβῶντα, fem. βιβῶσα: stride along, stalk; usually μακρὰ βιβάς, ‘with long strides,’ ὕψι βιβάντα, Il. 13.371.
Greek Monotonic
βίβημι: ποιητ. τύπος του βαίνω, βηματίζω· στον Όμ. μόνο ως μτχ., μακρὰ βιβάς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βίβημι: = *βιβάσθω.
Middle Liddell
to stride, only in part., μακρὰ βιβάς Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βίβημι βαίνω poët., alleen ptc. praes. βιβάς, stappen:. μακρὰ βιβάς met grote passen Il. 7.213.