θεατός: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] ή, όν, gesehen, sehenswerth; Soph. Ai. 915; τινί, Plat. Phaedr. 247 c; [[δέμας]] Anacr. 55, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] ή, όν, gesehen, sehenswerth; Soph. Ai. 915; τινί, Plat. Phaedr. 247 c; [[δέμας]] Anacr. 55, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> digne d'être contemplé;<br /><b>2</b> visible.<br />'''Étymologie:''' [[θεάομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεᾱτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. [[θηητός]], [[θαητός]]. | |lstext='''θεᾱτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. [[θηητός]], [[θαητός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, to be seen, S.Aj.915; θ. σοφοῖς [Ἔρως] Pl.Smp.197d, cf. Isoc.2.49; μόνῳ νῷ Pl.Phdr.247c; cf. θαητός.
German (Pape)
[Seite 1190] ή, όν, gesehen, sehenswerth; Soph. Ai. 915; τινί, Plat. Phaedr. 247 c; δέμας Anacr. 55, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 digne d'être contemplé;
2 visible.
Étymologie: θεάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. θηητός, θαητός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θεατός, -ή, -όν) θεώμαι
αυτός που φαίνεται, αυτός που μπορεί κανείς να τον δει, ο ορατός
αρχ.
(για αφηρημένες έννοιες) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξετάσει, να διακρίνει, να παρατηρήσει («θεατός μόνῳ νῷ», Πλάτ.).
Greek Monotonic
θεᾱτός: -ή, -όν, αυτό που μπορεί να δει κάποιος, σε Σοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτός: [adj. verb. к θεάομαι
1) достойный лицезрения (σοφοῖς Plat.);
2) доступный узрению, видимый (τῷ νῷ Plat.): οὔτοι θ. Soph. (Эанта) нельзя видеть.
Middle Liddell
θεᾱτός, ή, όν
to be seen, Soph., Plat.