θεμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] richten, = [[θεμιστεύω]], Hes., zügeln; im med., θεμισσαμένους [[ὀργάς]] Pind. P. 4, 141, die ihre Sinnesart nach Recht u. Gesetz Lenkenden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1194.png Seite 1194]] richten, = [[θεμιστεύω]], Hes., zügeln; im med., θεμισσαμένους [[ὀργάς]] Pind. P. 4, 141, die ihre Sinnesart nach Recht u. Gesetz Lenkenden.
}}
{{bailly
|btext=juger, punir;<br /><i><b>Moy.</b></i> θεμίζομαι régler d'après la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμίζω''': ([[θέμις]]) [[δικάζω]], [[κρίνω]], τιμωρῶ (Κρητικὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ.), Παυσ. παρ’ Εὐστ. 735. 55. - Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, κυβερνῶντες, ῥυθμίζοντες τὰς ἐπιθυμίας, τὰ φρονήματα, Πίνδ. Π. 4. 250.
|lstext='''θεμίζω''': ([[θέμις]]) [[δικάζω]], [[κρίνω]], τιμωρῶ (Κρητικὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ.), Παυσ. παρ’ Εὐστ. 735. 55. - Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, κυβερνῶντες, ῥυθμίζοντες τὰς ἐπιθυμίας, τὰ φρονήματα, Πίνδ. Π. 4. 250.
}}
{{bailly
|btext=juger, punir;<br /><i><b>Moy.</b></i> θεμίζομαι régler d'après la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 18:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμίζω Medium diacritics: θεμίζω Low diacritics: θεμίζω Capitals: ΘΕΜΙΖΩ
Transliteration A: themízō Transliteration B: themizō Transliteration C: themizo Beta Code: qemi/zw

English (LSJ)

(θέμις) judge, punish, imper. θεμιζέτω,= μαστιγούτω, νομοθετείτω (Cret.), Hsch.; θεμισσέτω Paus.Gr.Fr.202:—Med., aor. part. θεμισσάμενοι ὀργάς controlling our wills, Pi.P.4.141.

German (Pape)

[Seite 1194] richten, = θεμιστεύω, Hes., zügeln; im med., θεμισσαμένους ὀργάς Pind. P. 4, 141, die ihre Sinnesart nach Recht u. Gesetz Lenkenden.

French (Bailly abrégé)

juger, punir;
Moy. θεμίζομαι régler d'après la justice.
Étymologie: θέμις.

Greek (Liddell-Scott)

θεμίζω: (θέμις) δικάζω, κρίνω, τιμωρῶ (Κρητικὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ.), Παυσ. παρ’ Εὐστ. 735. 55. - Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, κυβερνῶντες, ῥυθμίζοντες τὰς ἐπιθυμίας, τὰ φρονήματα, Πίνδ. Π. 4. 250.

English (Slater)

θεμίζω govern rightly “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν” (P. 4.141)

Greek Monolingual

θεμίζω (Α) θέμις (Ι)]
1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω
μαστιγούτω, νομοθετείτω»
3. μέσ. θεμίζομαι
ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.).

Greek Monotonic

θεμίζω: (θέμις), κρίνω, εκδικάζω· Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, ρυθμίζοντας, ελέγχοντας τις επιθυμίες μας, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θεμίζω: творить суд, судить; med. управлять по закону, перен. сдерживать, обуздывать (ὀργάς Pind.).

Middle Liddell

θεμίζω, θέμις
to judge:—Mid., θεμισσάμενοι ὀργάς controlling our wills, Pind.