διερέσσω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. [[διήρεσα]] <i>Od</i>.12.444, διήρεσσα <i>Od</i>.14.351]<br /><b class="num">1</b> c. dat. [[servirse]], [[mover como remo]] ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι [[διήρεσα]] χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo</i>, <i>Od</i>.12.444, cf. 14.351.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[mover como remo]], [[agitar]] χέρας E.<i>Tr</i>.1258.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. [[διήρεσα]] <i>Od</i>.12.444, διήρεσσα <i>Od</i>.14.351]<br /><b class="num">1</b> c. dat. [[servirse]], [[mover como remo]] ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι [[διήρεσα]] χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo</i>, <i>Od</i>.12.444, cf. 14.351.<br /><b class="num">2</b> c. ac. [[mover como remo]], [[agitar]] χέρας E.<i>Tr</i>.1258.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ramer à travers;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> agiter comme des rames.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρέσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διερέσσω''': μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.
|lstext='''διερέσσω''': μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ramer à travers;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> agiter comme des rames.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρέσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερέσσω Medium diacritics: διερέσσω Low diacritics: διερέσσω Capitals: ΔΙΕΡΕΣΣΩ
Transliteration A: dieréssō Transliteration B: dieressō Transliteration C: dieresso Beta Code: diere/ssw

English (LSJ)

aor. -ήρεσα, poet. A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351. 2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήρεσα Od.12.444, διήρεσσα Od.14.351]
1 c. dat. servirse, mover como remo ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo, Od.12.444, cf. 14.351.
2 c. ac. mover como remo, agitar χέρας E.Tr.1258.

French (Bailly abrégé)

1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.

Greek (Liddell-Scott)

διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.

English (Autenrieth)

only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.

Greek Monolingual

διερέσσω (Α) ερέσσω
1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις
2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.

Greek Monotonic

διερέσσω: μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα·
1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διερέσσω: (fut. διερέσω, aor. διήρεσα и διήρεσσα)
1) загребать, грести (χερσί Hom.);
2) размахивать (δαλοῖσι Eur.).

Middle Liddell

fut. -ερέσω aor1 -ήρεσα poet. -ήρεσσα
1. to row about, χερσὶ δ. to swim, Od.
2. c. acc., δ. τὰς χέρας to swing them about, Eur.