εὐπηγής: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)phgh/s
|Beta Code=eu)phgh/s
|Definition=ές, = [[εὔπηκτος]], once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής [[wellbuilt]], [[stout]], ''Od.'' 21.334 ; μῆτραι Hp. ''Mul.'' 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.
|Definition=ές, = [[εὔπηκτος]], once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής [[wellbuilt]], [[stout]], ''Od.'' 21.334 ; μῆτραι Hp. ''Mul.'' 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπηγής''': -ές, = [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ὁμήρ., [[ξεῖνος]] [[μέγας]] ἠδ᾿ [[εὐπηγής]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[εὐπηγής]]· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».
|lstext='''εὐπηγής''': -ές, = [[εὐπαγής]], [[εὔπηκτος]], [[ἅπαξ]] παρ᾿ Ὁμήρ., [[ξεῖνος]] [[μέγας]] ἠδ᾿ [[εὐπηγής]], [[συμπαγής]], [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[εὐπηγής]]· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπηγής Medium diacritics: εὐπηγής Low diacritics: ευπηγής Capitals: ΕΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: eupēgḗs Transliteration B: eupēgēs Transliteration C: efpigis Beta Code: eu)phgh/s

English (LSJ)

ές, = εὔπηκτος, once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής wellbuilt, stout, Od. 21.334 ; μῆτραι Hp. Mul. 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, εὔπηκτος, ἅπαξ παρ᾿ Ὁμήρ., ξεῖνος μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, συμπαγής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «εὐπηγής· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».

English (Autenrieth)

and ἐύπηκτος (πήγνῦμι): well or firmly joined, well built, Od. 21.334 †, Β, Od. 23.41.

Greek Monolingual

εὐπηγής, -ές και δωρ. τ. εὐπαγής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός
2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός
3. στερεός, καλά κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι-πηγής].

Greek Monotonic

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, καλοχτισμένος, συμπαγής, δυνατός, ισχυρός, γερός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπηγής: Hom. = εὐπαγής 2.

Middle Liddell

εὐ-πηγής, ές = εὐπαγής,]
well-built, stout, Od.