βαθύκρημνος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; [[νῆσος]] Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; [[νῆσος]] Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux roches escarpées.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[κρημνός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰθύκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἅλς Πίνδ. Ι. 4. 96· β. ἀκταί, ὑψηλαὶ καὶ ἀπόκρημνοι, ὁ αὐτ. Ν. 9. 95. | |lstext='''βᾰθύκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἅλς Πίνδ. Ι. 4. 96· β. ἀκταί, ὑψηλαὶ καὶ ἀπόκρημνοι, ὁ αὐτ. Ν. 9. 95. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 18:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, with high cliffs, ἅλς Pi.I.4(3).56; β.ἀκταί deep and rugged banks, Id.N.9.40; Συήνη D.P.244, cf. 618.
Spanish (DGE)
(βᾰθύκρημνος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [gen. -οιο D.P.244]
de profundos acantilados o despeñaderos βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ... θέναρ Pi.I.3(4).74, ἀκταὶ Ἑλώρου Pi.N.9.40, νῆσοι D.P.618, Κάσιος D.P.880, Ταῦρος D.P.849, Συήνη D.P.244
•fig. de la herejía πλάνη Amph.Seleuc.203.
German (Pape)
[Seite 424] tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; νῆσος Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux roches escarpées.
Étymologie: βαθύς, κρημνός.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἅλς Πίνδ. Ι. 4. 96· β. ἀκταί, ὑψηλαὶ καὶ ἀπόκρημνοι, ὁ αὐτ. Ν. 9. 95.
English (Slater)
βᾰθύκρημνος, -ον
1 with high precipices βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου (N. 9.40) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (Heyne: -κρήμνου codd.) (I. 4.56)
Greek Monolingual
βαθύκρημνος, -ον (AM)
με ψηλούς βράχους, απόκρημνος.
Greek Monotonic
βᾰθύκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς και απότομους γκρεμούς· ἅλς, σε Πίνδ.· βαθύκρημνοι ἀκταί, υψηλές και απόκρημνες ακτές, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βαθύκρημνος:
1) утесистый, обрывистый (ἀκταί Pind.);
2) с крутыми берегами (ἅλς Pind.).
Middle Liddell
with high cliffs, ἅλς Pind.; β. ἀκταί deep and rugged headlands, Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύκρημνος -ον βαθύς, κρημνός met diepe oevers of kusten.