δίυγρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Übertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Übertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui imprègne d'humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑγρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίυγρος''': -ον, ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ [[χωρίον]] Αἰσχύλ. Θήβ. 985 [[εἶναι]] ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ [[βλέμμα]] τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. [[ὑγρός]] ΙΙ. 5. ΙΙ. [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.
|lstext='''δίυγρος''': -ον, ἐντελῶς [[ὑγρός]], Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ [[χωρίον]] Αἰσχύλ. Θήβ. 985 [[εἶναι]] ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ [[βλέμμα]] τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. [[ὑγρός]] ΙΙ. 5. ΙΙ. [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui imprègne d'humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l'âme.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὑγρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίυγρος Medium diacritics: δίυγρος Low diacritics: δίυγρος Capitals: ΔΙΥΓΡΟΣ
Transliteration A: díygros Transliteration B: diugros Transliteration C: diygros Beta Code: di/ugros

English (LSJ)

ον, A washed out, pale, δ. τὴν εἰδέην Hp.Int.43 (A.Th.990 is corrupt). 2 of a melting glance, νεῦμα δ. AP12.68.7 (Mel.). II liquid, moist, Arist.Pr.887b25; ἀναθυμίασις Porph. Sent.29; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. Eus.PE3.11; τὸ δ. τῆς ὕλης Jul.Or.5.165d; πνεῦμα Iamb.Myst.4.13; watery, αἷμα Steph. in Hp. 1.132 D.

Spanish (DGE)

-ον
completamente húmedo, muy húmedo, empapado χροιή Hp.Int.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.Pr.887b25, στόμα Aret.SA 1.5, ἔδαφος Thphr.CP 2.4.1, γῆ Thphr.CP 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.Fr.359.104, ἀναθυμίασις δ. exhalación húmeda Porph.Sent.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia Iul.Or.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo Iambl.Myst.4.13, cf. Vett.Val.386.24
fluido, muy líquido αἷμα Steph.in Hp.Progn.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398
fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos, AP 12.68 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 644] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Übertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui imprègne d'humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l'âme.
Étymologie: διά, ὑγρός.

Greek (Liddell-Scott)

δίυγρος: -ον, ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ χωρίον Αἰσχύλ. Θήβ. 985 εἶναι ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ βλέμμα τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. ὑγρός ΙΙ. 5. ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.

Greek Monolingual

δίυγρος, -ον (Α)
1. εντελώς υγρός, διάβροχος
2. κορεσμένος, πλήρης
3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια
4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης
5. ασθενικός, μαλθακός.

Russian (Dvoretsky)

δίυγρος:
1) промокший, влажный (ἀήρ Arst.);
2) томный, нежный (ὄμμασι νεῦμα δίυγρον δοῦναι Anth.);
3) перен. пропитанный, отягощенный (τριπάλτων πημάτων Aesch.).