γραώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0506.png Seite 506]] ες, = [[γραϊκός]], Strab. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0506.png Seite 506]] ες, = [[γραϊκός]], Strab. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />de vieille femme.<br />'''Étymologie:''' [[γραῦς]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γραώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.
|lstext='''γραώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />de vieille femme.<br />'''Étymologie:''' [[γραῦς]], -ωδης.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾱώδης Medium diacritics: γραώδης Low diacritics: γραώδης Capitals: ΓΡΑΩΔΗΣ
Transliteration A: graṓdēs Transliteration B: graōdēs Transliteration C: graodis Beta Code: graw/dhs

English (LSJ)

ες, = γραϊκός, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255; μυθολογία Str.1.2.3; μυθάριον Cleom.2.1, cf. Iamb.VP23, 105, 1 Ep.Ti.4.7: Comp. -έστερος Gal.5.315.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): γραιώ- Sor.67.16
1 propio de viejas, ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255, μυθολογία Str.1.2.3, μύθοι 1Ep.Ti.4.7, μυθάριον Cleom.2.1.459, Olymp.in Grg.33.3, cf. Gal.5.315, Iambl.VP 105, Olymp.Iob 42 (p.394), Hld.4.5.3, γραώδη τινὰ καὶ χαμαίζηλον ἀπαγγελίαν Lyd.Mag.3.68
συγκρίματα ref. a los pechos de mujeres viejas, Sor.l.c.
2 adv. -ῶς como viejas γ. νοεῖν Origenes Io.10.42.

German (Pape)

[Seite 506] ες, = γραϊκός, Strab. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de vieille femme.
Étymologie: γραῦς, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

γραώδης: -ες, (εἶδος) = γραϊκός, Στράβων 16, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 23, Α’ Ἐπ. Τιμ. δ’, 7.

English (Strong)

from graus (an old woman) and εἶδος; crone-like, i.e. silly: old wives'.

English (Thayer)

γραωδες (from γραῦς an old woman, and εἶδος), old-womanish, anile (A. V. old wives'): Strabo 1, p. 32 (p. 44, Sieben. edition); Galen; others.)

Greek Monolingual

-ες (AM γραώδης, -ες) γραύς
αυτός που μοιάζει με γριά ή αρμόζει σε αυτήν.

Greek Monotonic

γρᾱώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με ηλικιωμένη γυναίκα, σε Στράβ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱώδης: старушечий, бабий (μῦθοι NT).

Middle Liddell

εἶδος
like an old woman, Strab., NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραώδης -ες γραῦς ongunstig van oude vrouwen:. γραώδεις μύθους oudewijvenpraat NT Tim. 1.4.7.

Chinese

原文音譯:graèdhj 格老-得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:老婦-覺察的
字義溯源:像老婦的,無智慧的;由(γραπτός)X*=老婦人)與(εἶδος)=觀察)組成;而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 老婦的(1) 提前4:7