εὔγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1060.png Seite 1060]] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1060.png Seite 1060]] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰγναμπτος]];<br />ος, ον :<br />artistement courbé, bien arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γνάμπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔγναμπτος''': Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, [[καλῶς]] ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· [[περόνη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.
|lstext='''εὔγναμπτος''': Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, [[καλῶς]] ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· [[περόνη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰγναμπτος]];<br />ος, ον :<br />artistement courbé, bien arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γνάμπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγναμπτος Medium diacritics: εὔγναμπτος Low diacritics: εύγναμπτος Capitals: ΕΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúgnamptos Transliteration B: eugnamptos Transliteration C: eygnamptos Beta Code: eu)/gnamptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰγν-, ον, well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).

German (Pape)

[Seite 1060] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰγναμπτος;
ος, ον :
artistement courbé, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, γνάμπτω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγναμπτος: Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, καλῶς ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· περόνη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.

English (Autenrieth)

ἐύγ. (γνάμπτω): gracefully bent, Od. 18.294†.

Greek Monolingual

εὔγναμπτος, -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)
ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»].

Greek Monotonic

εὔγναμπτος: Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔγναμπτος: эп. ἐΰγναμπτος, v.l. ἐϋγναμπτός 2 красиво изогнутый, изящно загнутый (κληΐς Hom.; ἕλιξ HH).

Middle Liddell

well-bent, Od.