δίκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ων<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[bicorne]] φύσις de la luna, Orph.<i>Fr</i>.274, cf. <i>AP</i> 5.123 (Phld.), <i>Orac.Sib</i>.5.517, de Pan <i>AP</i> 9.142, de Adonis, Orph.<i>H</i>.56.6<br /><b class="num">•</b>de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne</i> Arist.<i>HA</i> 499<sup>b</sup>18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
|dgtxt=-ων<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[bicorne]] φύσις de la luna, Orph.<i>Fr</i>.274, cf. <i>AP</i> 5.123 (Phld.), <i>Orac.Sib</i>.5.517, de Pan <i>AP</i> 9.142, de Adonis, Orph.<i>H</i>.56.6<br /><b class="num">•</b>de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne</i> Arist.<i>HA</i> 499<sup>b</sup>18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à deux cornes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κέρας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δίκερως]], ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
|lstext='''δίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δίκερως]], ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à deux cornes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κέρας]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκερως Medium diacritics: δίκερως Low diacritics: δίκερως Capitals: ΔΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: díkerōs Transliteration B: dikerōs Transliteration C: dikeros Beta Code: di/kerws

English (LSJ)

ων, Orph. Fr. 274, Arist. HA 499b18, = δικέρως.

Spanish (DGE)

-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
bicorne φύσις de la luna, Orph.Fr.274, cf. AP 5.123 (Phld.), Orac.Sib.5.517, de Pan AP 9.142, de Adonis, Orph.H.56.6
de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne Arist.HA 499b18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

Greek (Liddell-Scott)

δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.

Greek Monolingual

(-ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, -ων)
νεοελλ.
ο μαύρος ρινόκερος της Αφρικής
αρχ.
(για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)].

Greek Monotonic

δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

δίκερως: 2, gen. ωτος двурогий (Πάν HH; sc. ζῷον Arst.; τράγος Anth.).

Middle Liddell

δί-κερως, ωτος, n κέρας
two-horned, Hhymn.