δίγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] att. -ττος, 1) zweizüngig; [[στόμα]] τέττιγος Bian. 3 (IX, 273); zweier Sprachen kundig, Thuc. 8, 85; Plut. Alex. 37; ὁ δ., der Dolmetscher, Plut. Them. 6. – 2) zweizüngig, hinterlistig, Orac. Sib., LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] att. -ττος, 1) zweizüngig; [[στόμα]] τέττιγος Bian. 3 (IX, 273); zweier Sprachen kundig, Thuc. 8, 85; Plut. Alex. 37; ὁ δ., der Dolmetscher, Plut. Them. 6. – 2) zweizüngig, hinterlistig, Orac. Sib., LXX.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>att.</i> [[δίγλωττος]];<br />qui parle deux langues ; ὁ [[δίγλωσσος]] interprète.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γλῶσσα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δίγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον· ‒ ὁ δύο γλώσσας ἔχων, Λατ. bilinguis, Ἀνθ. Π. 9, 273. ΙΙ. ὁ δύο γλώσσας ὁμιλῶν, Θουκ. 8. 85, πρβλ. 4. 109· [[ἐντεῦθεν]] ὡς οὐσιαστ. [[δίγλωσσος]], ὁ, διερμηνεύς, Πλούτ. Θεμ. 6. ΙΙΙ. ὁ διπλῆν ἔχων γλῶσσαν, [[ἀπατηλός]], Ἑβδ. (Σειρὰχ 5, 9 κ. ἀλλ.).
|lstext='''δίγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον· ‒ ὁ δύο γλώσσας ἔχων, Λατ. bilinguis, Ἀνθ. Π. 9, 273. ΙΙ. ὁ δύο γλώσσας ὁμιλῶν, Θουκ. 8. 85, πρβλ. 4. 109· [[ἐντεῦθεν]] ὡς οὐσιαστ. [[δίγλωσσος]], ὁ, διερμηνεύς, Πλούτ. Θεμ. 6. ΙΙΙ. ὁ διπλῆν ἔχων γλῶσσαν, [[ἀπατηλός]], Ἑβδ. (Σειρὰχ 5, 9 κ. ἀλλ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>att.</i> [[δίγλωττος]];<br />qui parle deux langues ; ὁ [[δίγλωσσος]] interprète.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γλῶσσα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:16, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγλωσσος Medium diacritics: δίγλωσσος Low diacritics: δίγλωσσος Capitals: ΔΙΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: díglōssos Transliteration B: diglōssos Transliteration C: diglossos Beta Code: di/glwssos

English (LSJ)

Att. δίγλωττος, ον, A speaking two languages, Th.8.85, 4.109, Gal.8.585:— as substantive, δίγλωσσος, ὁ, interpreter, dragoman, Plu. Them.6. II double-tongued, deceitful, LXXSi.5.9, al.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): át. -ττος
I bilingüe βάρβαροι Th.4.109, πόλεις D.S.11.60, ἄνθρωπος Plu.Alex.37, cf. Th.8.85, Gal.8.585.
II fig.
1 de doble lengua fig. de las alas de la cigarra διγλώσσῳ μελπόμενος στόματι AP 9.273 (Bianor).
2 falso, mentiroso ἀνήρ LXX Pr.11.13, cf. Si.5.9, 14, Ph.2.269 (vol.1.215), Ep.Barn.19.7a, Didache 2.4, Ath.Al.M.27.197C, Orac.Sib.3.37, ὁ δ. ὄφις ref. a pers., Eust.Mon.Ep.967.
3 de lenguaje ambiguo Hsch.
III subst.
1 ὁ δ. intérprete Plu.Them.6, Crass.28, Lib.Ep.865, δ. ἦν ἐς τὰ βαρβαρικὰ γράμματα Arr.An.3.6.6.
2 τὸ δ. bot. laurel alejandrino, Ruscus hypophyllus L., Ps.Apul.Herb.58.7.

German (Pape)

[Seite 615] att. -ττος, 1) zweizüngig; στόμα τέττιγος Bian. 3 (IX, 273); zweier Sprachen kundig, Thuc. 8, 85; Plut. Alex. 37; ὁ δ., der Dolmetscher, Plut. Them. 6. – 2) zweizüngig, hinterlistig, Orac. Sib., LXX.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. δίγλωττος;
qui parle deux langues ; ὁ δίγλωσσος interprète.
Étymologie: δίς, γλῶσσα.

Greek (Liddell-Scott)

δίγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον· ‒ ὁ δύο γλώσσας ἔχων, Λατ. bilinguis, Ἀνθ. Π. 9, 273. ΙΙ. ὁ δύο γλώσσας ὁμιλῶν, Θουκ. 8. 85, πρβλ. 4. 109· ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. δίγλωσσος, ὁ, διερμηνεύς, Πλούτ. Θεμ. 6. ΙΙΙ. ὁ διπλῆν ἔχων γλῶσσαν, ἀπατηλός, Ἑβδ. (Σειρὰχ 5, 9 κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α -σσος, -ον και -ττος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο γλώσσες
2. αυτός που μιλά δύο γλώσσες
3. (για επιγραφές, βιβλία, νόμους κ.λπ.) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίγλωσσο
αρχ.
1. δόλιος, απατηλόςοὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ δίγλωσσος», ΠΔ)
2. το αρσ. ως ουσ. ο δίγλωττος αυτός που μιλά δύο γλώσσες
β) ο διερμηνέας.

Greek Monotonic

δίγλωσσος: Αττ. -ττος, -ον (γλῶσσα
I. αυτός που ομιλεί δύο γλώσσες, Λατ. bilinguis, σε Θουκ.
II. ως ουσ., δίγλωσσος, , διερμηνέας, μεταφραστής, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δίγλωσσος:
I атт. δίγλωττος 2
1) говорящий на двух языках, двуязычный Thuc., Plut.;
2) двуязыкий, с двойным языком (τέττιγος στόμα Anth.).
II ὁ переводчик Plut.

Middle Liddell

adj adj γλῶσσα
I. speaking two languages, Lat. bilinguis, Thuc.
II. as substantive, δίγλωσσος, ὁ, an interpreter, Plut.

English (Woodhouse)

bilingual, speaking two languages

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)