διατεκμαίρομαι: Difference between revisions
παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] bestimmen u. vertheilen; ἔργα τινί, Hes. O. 400; D. Per. 1172, durch Sternerscheinungen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0606.png Seite 606]] bestimmen u. vertheilen; ἔργα τινί, Hes. O. 400; D. Per. 1172, durch Sternerscheinungen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire connaître par des indices <i>ou</i> des signes, désigner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τεκμαίρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατεκμαίρομαι''': ἀποθ., διὰ σημείων δεικνύω, [[προσδιορίζω]], Λατ. [[designare]], ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 396, Διον. Π. 1172. | |lstext='''διατεκμαίρομαι''': ἀποθ., διὰ σημείων δεικνύω, [[προσδιορίζω]], Λατ. [[designare]], ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 396, Διον. Π. 1172. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:40, 1 October 2022
English (LSJ)
only aor. 1 -τεκμηράμην, mark out, assign, ἔργα ἀνθρώποισι Hes.Op.398, cf. D.P.1172; mark, trace out, A.R.4.284; determine, γενέθλην Μοῖραι δ. Man.6.750.
Spanish (DGE)
1 asignar, fijar, determinar, disponer frec. c. suj. de dioses ἔργα ... ἀνθρώποισι θεοί Hes.Op.398, cf. D.P.1172, Orac.Sib.8.437, ἐμὴν γενέθλην Μοῖραι Man.6.750, cf. Hsch.
2 señalar, marcar, trazar Ἴστρον ... ἑκάς en un mapa, A.R.4.284, cf. Gr.Naz.M.37.564.
German (Pape)
[Seite 606] bestimmen u. vertheilen; ἔργα τινί, Hes. O. 400; D. Per. 1172, durch Sternerscheinungen.
French (Bailly abrégé)
faire connaître par des indices ou des signes, désigner.
Étymologie: διά, τεκμαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
διατεκμαίρομαι: ἀποθ., διὰ σημείων δεικνύω, προσδιορίζω, Λατ. designare, ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 396, Διον. Π. 1172.
Greek Monolingual
διατεκμαίρομαι (Α)
1. προσδιορίζω, κατανέμω («ἔργα, τά τ' ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο», Ησίοδ.)
2. καθορίζω, σημειώνω
3. προκαθορίζω, αποφασίζω.
Greek Monotonic
διατεκμαίρομαι: αποθ., αποδεικνύω, τεκμαίρομαι με αποδείξεις, Λατ. designare, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
διατεκμαίρομαι: назначать в удел (ἔργα ἀνθρώποισι Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τεκμαίρομαι toewijzen:. ἔργα τά τ’ ἀνθρώποισι θεοὶ διετεκμήραντο taken die de goden aan de mensen hebben toegewezen Hes. Op. 398.