διττός: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διττός
|Medium diacritics=διττός
|Low diacritics=διττός
|Capitals=ΔΙΤΤΟΣ
|Transliteration A=dittós
|Transliteration B=dittos
|Transliteration C=dittos
|Beta Code=ditto/s
|Definition=v. [[δισσός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[δισσός]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] att. = [[δισσός]]. Ebenso διττάκις u. ä.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0644.png Seite 644]] att. = [[δισσός]]. Ebenso διττάκις u. ä.
}}
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[δισσός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διττός''': κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.
|lstext='''διττός''': κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>att. c.</i> [[δισσός]].
|mltxt=και [[δισσός]], -ή, -ό (AM [[διττός]] και [[δισσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[διπλός]], αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που παρουσιάζεται με δύο μορφές<br /><b>3.</b> διφορούμενος, [[ασαφής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> δύο<br /><b>2.</b> (για [[έγγραφο]]) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, [[διπλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που διαφωνεί<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διττόν</i>, -<i>σσόν</i><br />[[ασάφεια]], [[αμφιβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>διχ</i>- του [[δίχα]]. Ο τ. [[διττός]] [[είναι]] της αττικής διαλέκτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[δισσάκις]], <i>δισσαχῄ</i>, <i>δισσαχού</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[δισσογραφία]], [[δισσολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δισσάρχης]], [[δισσόγλωσσος]], [[δισσογονώ]], [[δισσογραφούμαι]], [[δισσόπους]], [[δισσότοκος]], [[δισσοτόκος]], [[δισσοφυής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δισσολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διττάγκιστρο]], [[διττόκλιτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διττός:''' Αττ. αντί [[δισσός]].
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διττός Medium diacritics: διττός Low diacritics: διττός Capitals: ΔΙΤΤΟΣ
Transliteration A: dittós Transliteration B: dittos Transliteration C: dittos Beta Code: ditto/s

English (LSJ)

v. δισσός.

Spanish (DGE)

v. δισσός.

German (Pape)

[Seite 644] att. = δισσός. Ebenso διττάκις u. ä.

French (Bailly abrégé)

att. c. δισσός.

Greek (Liddell-Scott)

διττός: κτλ.· ἴδε ἐν λ. δισσ-.

Greek Monolingual

και δισσός, -ή, -ό (AM διττός και δισσός, -ή, -όν)
1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη
2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές
3. διφορούμενος, ασαφής
αρχ.
1. στον πληθ. δύο
2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις διπλούν, διπλός
3. αυτός που διαφωνεί
4. το ουδ. ως ουσ. το διττόν, -σσόν
ασάφεια, αμφιβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διχ- του δίχα. Ο τ. διττός είναι της αττικής διαλέκτου.
ΠΑΡ. αρχ. δισσάκις, δισσαχῄ, δισσαχού.
ΣΥΝΘ. δισσογραφία, δισσολογία
αρχ.
δισσάρχης, δισσόγλωσσος, δισσογονώ, δισσογραφούμαι, δισσόπους, δισσότοκος, δισσοτόκος, δισσοφυής
αρχ.-μσν.
δισσολογώ
νεοελλ.
διττάγκιστρο, διττόκλιτος].

Greek Monotonic

διττός: Αττ. αντί δισσός.