κατάκλειστος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκλειστος''': -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. [[μηδὲ]] τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· [[οἴκοι]] [[κατάκλειστος]] ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609. | |lstext='''κατάκλειστος''': -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. [[μηδὲ]] τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· [[οἴκοι]] [[κατάκλειστος]] ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, shut up, of women, Call.Fr.118, cf. LXX 2 Ma.3.19, Luc.Tim.15, Hsch.; οἴκοι κατάκλειστος ἦν D.L.6.94; κ. εἶχεν τὰ βιβλία Str.13.1.54; precious, τίμιον ἢ κ. S.E.P.1.143.
German (Pape)
[Seite 1353] eingeschlossen, eingesperrt; κατάκλειστον ἐν θύραις καὶ σκότῳ φυλάττοντας Luc. Tim. 15; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfermé.
Étymologie: κατακλείω.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλειστος: -ον, κατακεκλεισμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Καλλιμ. Ἀποσπ. 118· γύναια κ. μηδὲ τῆς αὐλείου προερχόμενα Φιλ. σ. 977Ε, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 15· οἴκοι κατάκλειστος ἦν Διογ. Λ. 6. 94· κ. εἶχε τὰ βιβλία Στράβ. 609.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάκλειστος, -ον) κατακλείω
ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει κατάκλειστος, αφοσιωμένος στο διάβασμα»)
2. ο περιφραγμένος από παντού («το σπίτι ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)
μσν.
φρ. «κατάκλειστον ποιῶ» — κρατώ σε περιορισμό
μσν.-αρχ.
(κυρίως για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει πάντοτε κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)
αρχ.
πολύτιμος, βαρύτιμος.
επίρρ...
κατάκλειστα
εντελώς κλειστά.
Russian (Dvoretsky)
κατάκλειστος:
1) запертый (ἐν θύραις Luc.; οἴκοι Diog. L.);
2) живущий взаперти (γυνή Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάκλειστος -ον [κατακλείω] opgesloten.