νεοσσεύω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0244.png Seite 244]] s. das att. [[νεοττεύω]] u. das ion. [[νοσσεύω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0244.png Seite 244]] s. das att. [[νεοττεύω]] u. das ion. [[νοσσεύω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire éclore;<br /><b>2</b> faire son nid, nicher.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοσσεύω''': Ἀττ. νεοττεύω, [[ἐπῳάζω]], κλωσσῶ, ἢ [[ἐκκολάπτω]] νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) [[κατασκευάζω]] φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[νοσσεύω]], καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ [[εἶναι]] νενοσσευμένα, ἀλλ’ [[εἶναι]] ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.
|lstext='''νεοσσεύω''': Ἀττ. νεοττεύω, [[ἐπῳάζω]], κλωσσῶ, ἢ [[ἐκκολάπτω]] νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) [[κατασκευάζω]] φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον [[νοσσεύω]], καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ [[εἶναι]] νενοσσευμένα, ἀλλ’ [[εἶναι]] ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire éclore;<br /><b>2</b> faire son nid, nicher.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσεύω Medium diacritics: νεοσσεύω Low diacritics: νεοσσεύω Capitals: ΝΕΟΣΣΕΥΩ
Transliteration A: neosseúō Transliteration B: neosseuō Transliteration C: neosseyo Beta Code: neosseu/w

English (LSJ)

Att. νεοττεύω, Ion. and Hellenistic νοσσεύω, A hatch, ἐνεόττευσεν γένος Ar.Av.699. 2 build a nest, Arist.HA559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.AJ5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε LXX Si.1.15:—Pass., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα = as many species of birds as had their nests, Hdt.1.159.

German (Pape)

[Seite 244] s. das att. νεοττεύω u. das ion. νοσσεύω.

French (Bailly abrégé)

1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νεοττός.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσεύω: Ἀττ. νεοττεύω, ἐπῳάζω, κλωσσῶ, ἢ ἐκκολάπτω νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) κατασκευάζω φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον νοσσεύω, καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ εἶναι νενοσσευμένα, ἀλλ’ εἶναι ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.

Greek Monolingual

(ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) νεοσσός
κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς
μσν.
μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ
μσν.-αρχ.
(κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι
φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.)
αρχ.
κατασκευάζω νεοσσιά, φτιάχνω φωλιά.

Greek Monotonic

νεοσσεύω: (νεοσσός), Αττ. νεοττεύω, μέλ. -σω,
1. κλώθω, επωάζω, σε Αριστοφ.
2. χτίζω φωλιά — Παθ., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, όσα είχαν χτισμένες τις φωλιές τους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσεύω: атт. νεοττεύω
1) высиживать, выводить (γένος Arph.);
2) вить гнездо Arst.: νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα Her. гнездящиеся виды птиц.

Middle Liddell

νεοσσεύω, νεοσσός
1. to hatch, Ar.
2. to build a nest:—Pass., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα as many as had their nests built, Hdt.