Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστωμύλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katastwmu/llomai
|Beta Code=katastwmu/llomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[chatter]], <b class="b3">οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα</b> (Dind. [[κἀστωμύλατο]]) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>461</span>: pf. part. [[κατεστωμυλμένος]] [[a chattering fellow]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>1160</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in pass. sense, <b class="b3">τὰ κατεστ</b>. [[things blabbed out]], EM524.31.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[chatter]], <b class="b3">οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα</b> (Dind. [[κἀστωμύλατο]]) <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>461</span>: pf. part. [[κατεστωμυλμένος]] [[a chattering fellow]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>1160</span>, Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in pass. sense, <b class="b3">τὰ κατεστ</b>. [[things blabbed out]], EM524.31.</span>
}}
{{bailly
|btext=bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στωμύλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστωμύλλομαι''': ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., [[ἄνθρωπος]] κατεστωμυλμένος, [[φλύαρος]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· [[φλήναφος]] καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ [[πολλάκις]] φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.
|lstext='''καταστωμύλλομαι''': ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., [[ἄνθρωπος]] κατεστωμυλμένος, [[φλύαρος]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· [[φλήναφος]] καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ [[πολλάκις]] φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.
}}
{{bailly
|btext=bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στωμύλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστωμύλλομαι Medium diacritics: καταστωμύλλομαι Low diacritics: καταστωμύλλομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΩΜΥΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: katastōmýllomai Transliteration B: katastōmyllomai Transliteration C: katastomyllomai Beta Code: katastwmu/llomai

English (LSJ)

A chatter, οἷα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Dind. κἀστωμύλατο) Ar.Th.461: pf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Id.Ra.1160, Numen. ap. Eus.PE14.5. II in pass. sense, τὰ κατεστ. things blabbed out, EM524.31.

French (Bailly abrégé)

bavarder.
Étymologie: κατά, στωμύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

καταστωμύλλομαι: ἀποθ., πολὺ φλυαρῶ, πολλὰ λέγω, οἶα κατεστωμύλατο οὐκ ἄκαιρα (Δινδ. κἀστωμύλατο) Ἀριστοφ. Θεσμ. 461· μετοχ. πρκμ., ἄνθρωπος κατεστωμυλμένος, φλύαρος, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1160· φλήναφος καὶ κ. Νουμήν, παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 730Α· Ὁ Φρύν. ἑρμηνεύει ὁ πολλῇ τῇ στωμυλίᾳ χρώμενος, Ἀνέκδ. Βεκ. 45, 25. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., τὰ καταστωμυλμένα, τὰ πολλάκις φλυάρως ἐπαναληφθέντα, Ἐτυμ. Μέγ. 524. 31, ἐρμηνεύων τὴν λέξ. κόβαλα.

Greek Monolingual

καταστωμύλλομαι (Α)
1. φλυαρώ υπερβολικά, πολυλογώ
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστωμυλμένος, -η, -ον
φλύαρος, πολυλογάς
3. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ κατεστωμυλμένα
πράγματα που έχουν επαναληφθεί φλύαρα πολλές φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στωμύλλομαι «φλυαρώ»].

Greek Monotonic

καταστωμύλλομαι: αποθ., φλυαρώ· μτχ. παρακ. κατεστωμυλμένος, φλύαρος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταστωμύλλομαι: болтать: κατεστωμυλμένος Arph. словоохотливый, болтливый.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στωμύλλομαι kletsen:. ὦ κατεστωμυλμένε kletskous! Aristoph. Ran. 1160.

Middle Liddell


Dep. to chatter: perf. part. κατεστωμυλμένος a chattering fellow, Ar.