μετάδουπος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tombe au milieu de, intermédiaire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοῦπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάδουπος''': -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, [[ἀδιάφορος]], ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
|lstext='''μετάδουπος''': -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, [[ἀδιάφορος]], ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tombe au milieu de, intermédiaire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοῦπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:41, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδουπος Medium diacritics: μετάδουπος Low diacritics: μετάδουπος Capitals: ΜΕΤΑΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: metádoupos Transliteration B: metadoupos Transliteration C: metadoupos Beta Code: meta/doupos

English (LSJ)

ον, falling at haphazard, indifferent, ἡμέραι Hes.Op. 823.

German (Pape)

[Seite 146] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe au milieu de, intermédiaire.
Étymologie: μετά, δοῦπος.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδουπος: -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, ἀδιάφορος, ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.

Greek Monolingual

μετάδουπος, -ον (Α)
αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ' ὀνειαρ, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασίδουπος, οπλόδουπος)].

Greek Monotonic

μετάδουπος: -ον, αυτός που πέφτει κατά τύχη, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μετάδουπος: ὁ обрушивающийся в середину, промежуточный, т. е. случайный, маловажный (ἡμέραι Hes.).

Middle Liddell

μετά-δουπος, ον
falling at haphazard, Hes.