λαχνώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] ες, wie [[λαχνήεις]], übertr. von Pflanzen, λαχνῶδες [[οὖδας]] ἀνθηρᾶς χλόης, Eur. Cycl. 539, vom ersten, zarten Grase des Frühlings; Schol. Nic. Ther. 762 erkl. ἔγχνοα durch λαχνώδη. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] ες, wie [[λαχνήεις]], übertr. von Pflanzen, λαχνῶδες [[οὖδας]] ἀνθηρᾶς χλόης, Eur. Cycl. 539, vom ersten, zarten Grase des Frühlings; Schol. Nic. Ther. 762 erkl. ἔγχνοα durch λαχνώδη. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />chevelu ; couvert de végétation.<br />'''Étymologie:''' [[λάχνη]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαχνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[λαχνήεις]], [[οὖδας]] χλόης λαχνῶδες, τὸ [[ἔδαφος]] χνοῶδες ἐκ τῆς χλόης, Εὐρ. Κύκλ. 541. | |lstext='''λαχνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[λαχνήεις]], [[οὖδας]] χλόης λαχνῶδες, τὸ [[ἔδαφος]] χνοῶδες ἐκ τῆς χλόης, Εὐρ. Κύκλ. 541. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ες, = λαχνήεις, λαχνῶδες οὖδας χλόης = the ground downy with grass, E.Cyc.541; gloss on v.l. ἔγχνοα in Nic.Th.762.
German (Pape)
[Seite 20] ες, wie λαχνήεις, übertr. von Pflanzen, λαχνῶδες οὖδας ἀνθηρᾶς χλόης, Eur. Cycl. 539, vom ersten, zarten Grase des Frühlings; Schol. Nic. Ther. 762 erkl. ἔγχνοα durch λαχνώδη.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
chevelu ; couvert de végétation.
Étymologie: λάχνη, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
λαχνώδης: -ες, (εἶδος) = λαχνήεις, οὖδας χλόης λαχνῶδες, τὸ ἔδαφος χνοῶδες ἐκ τῆς χλόης, Εὐρ. Κύκλ. 541.
Greek Monolingual
λαχνώδης, -ώδες (Α) λάχνη
χνουδωτός.
Greek Monotonic
λαχνώδης: -ες (εἶδος), = λαχνήεις, χνουδωτός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λαχνώδης: заросший, поросший: οὖδας χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.