κολακεία: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei; Plat. Gorg. 455 a u. A.; κολακείαν ποιεῖσθαι, = κολακεύειν, Aesch. 3, 162; [[πρός]] τινα, Ath. VI, 252 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei; Plat. Gorg. 455 a u. A.; κολακείαν ποιεῖσθαι, = κολακεύειν, Aesch. 3, 162; [[πρός]] τινα, Ath. VI, 252 f.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />flatterie, adulation.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰκεία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 590Β, Γοργ. 453Β, 465Β, κτλ.· κολακείαν ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 76. 42.
|lstext='''κολᾰκεία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 590Β, Γοργ. 453Β, 465Β, κτλ.· κολακείαν ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 76. 42.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />flatterie, adulation.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 21:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκεία Medium diacritics: κολακεία Low diacritics: κολακεία Capitals: ΚΟΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: kolakeía Transliteration B: kolakeia Transliteration C: kolakeia Beta Code: kolakei/a

English (LSJ)

ἡ, flattery, fawning, Democr.268, Pl.R.590b, Grg.463c, 465b, Thphr.Char.2, etc.; πολλὴν κολακείαν πεποίηται Aeschin.3.162, cf.Cic.Att.13.27.1; περὶ κολακείας, title of treatise by Phld.

German (Pape)

[Seite 1472] ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei; Plat. Gorg. 455 a u. A.; κολακείαν ποιεῖσθαι, = κολακεύειν, Aesch. 3, 162; πρός τινα, Ath. VI, 252 f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
flatterie, adulation.
Étymologie: κόλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰκεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 590Β, Γοργ. 453Β, 465Β, κτλ.· κολακείαν ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 76. 42.

English (Strong)

from a derivative of kolax (a fawner); flattery: X flattering.

English (Thayer)

(T WH κολακια (see Iota)), κολακείας, ἡ (κολεκεύω), flattery: λόγος κολακείας, flattering discourse, Plato, Demosthenes, Theophrastus, Josephus, Herodian, others.)

Greek Monolingual

η (AM κολακεία) κολακεύω
καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις κρεῑτον ἤ κολακείᾳ τι ποιῆσαι Φιλίππου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
κολακευτικός λόγος
αρχ.
το ξεγέλασμα κάποιου με ψεύτικα και απατηλά λόγια.

Greek Monotonic

κολᾰκεία: ἡ, κολακεία, γαλιφιά, δουλοπρέπεια, σε Πλάτ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κολᾰκεία:лесть, заискивание, угодничество (πλουσίων Arst.; ἐν λόγῳ NT): κολακείαν ποιεῖσθαι Aeschin. заискивать, льстить.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολακεία -ας, ἡ [κόλαξ] vleierij.

Middle Liddell

κολᾰκεία, ἡ,
flattery, fawning, Plat., Aeschin.

Chinese

原文音譯:kolake⋯a 可拉咳阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:諂媚
字義溯源:諂媚,奉承;源自(κολακεία)X*=奉承)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 諂媚的(1) 帖前2:5

English (Woodhouse)

flattery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)