κωδωνοφαλαρόπωλος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ος;<br />dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος''': -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς [[παρῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε [[κώδων]] ἐν ἀρχ. | |lstext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος''': -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς [[παρῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε [[κώδων]] ἐν ἀρχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:03, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, with jingling harness, coined by Ar.Ra.963, as a parody on Aeschylus.
German (Pape)
[Seite 1541] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.
Étymologie: κώδων, φάλαρα, πῶλος.
Greek (Liddell-Scott)
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς παρῳδία τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε κώδων ἐν ἀρχ.
Greek Monolingual
κωδωνοφαλαρόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ. ενδοξό-πωλος)].
Greek Monotonic
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963.
Middle Liddell
κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον
with bells on his horses' trappings, Ar.