μεγαυχής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0110.png Seite 110]] ές, = [[μεγαλαυχής]]; [[παγκράτιον]], Pind. N. 11, 21; [[δαίμων]], Aesch. Pers. 633; sp. D., wie [[Θῆβαι]] Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι [[μεγαυχής]], stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0110.png Seite 110]] ές, = [[μεγαλαυχής]]; [[παγκράτιον]], Pind. N. 11, 21; [[δαίμων]], Aesch. Pers. 633; sp. D., wie [[Θῆβαι]] Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι [[μεγαυχής]], stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />glorieux, plein de gloire.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[αὐχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγαυχής''': -ές, = [[μεγάλαυχος]], [[παγκράτιον]] Πινδ. Ν. 11. 27· [[δαίμων]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 641. ΙΙ. καυχώμενος, μεγαλαυχῶν, τινι, ἐπί τινι, Ἀνθ. Π. 7. 427.
|lstext='''μεγαυχής''': -ές, = [[μεγάλαυχος]], [[παγκράτιον]] Πινδ. Ν. 11. 27· [[δαίμων]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 641. ΙΙ. καυχώμενος, μεγαλαυχῶν, τινι, ἐπί τινι, Ἀνθ. Π. 7. 427.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />glorieux, plein de gloire.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[αὐχέω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαυχής Medium diacritics: μεγαυχής Low diacritics: μεγαυχής Capitals: ΜΕΓΑΥΧΗΣ
Transliteration A: megauchḗs Transliteration B: megauchēs Transliteration C: megafchis Beta Code: megauxh/s

English (LSJ)

ές, A = μεγάλαυχος, παγκράτιον Pi.N.11.21; δαίμων A. Pers.642 (lyr.). II boasting, c. dat., σκάπτροισι AP7.427.7 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 110] ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
glorieux, plein de gloire.
Étymologie: μέγας, αὐχέω.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, παγκράτιον Πινδ. Ν. 11. 27· δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 641. ΙΙ. καυχώμενος, μεγαλαυχῶν, τινι, ἐπί τινι, Ἀνθ. Π. 7. 427.

English (Slater)

μεγαυχής proud πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (Er. Schmid: μεγαλαυχεῖ codd.) (N. 11.21)

Greek Monolingual

μεγαυχής, -ές (Α)
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.)
2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγαυχής, υψαυχής].

Greek Monotonic

μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, σε Πίνδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μεγαυχής:
1) славный, прославленный (παγκράτιον Pind.; δαίμων Aesch.);
2) гордящийся, весьма гордый (τινι Anth.).

Middle Liddell

μεγ-αυχής, ές = μεγάλαυχος, Pind., Aesch.]