κακοθυμία: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, inimitié.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκοθῡμία''': ἡ, ἐχθρικὴ [[διάθεσις]], ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης [[τότε]] πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
|lstext='''κᾰκοθῡμία''': ἡ, ἐχθρικὴ [[διάθεσις]], ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης [[τότε]] πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, inimitié.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θυμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθῡμία Medium diacritics: κακοθυμία Low diacritics: κακοθυμία Capitals: ΚΑΚΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: kakothymía Transliteration B: kakothymia Transliteration C: kakothymia Beta Code: kakoqumi/a

English (LSJ)

ἡ, malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.

Greek Monolingual

η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.

Greek Monotonic

κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.

Middle Liddell

κᾰκο-θῡμία, ἡ, θυμός
malevolence, Plut.