κακοθυμία: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, inimitié.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[θυμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοθῡμία''': ἡ, ἐχθρικὴ [[διάθεσις]], ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης [[τότε]] πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. | |lstext='''κᾰκοθῡμία''': ἡ, ἐχθρικὴ [[διάθεσις]], ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης [[τότε]] πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
Greek Monolingual
η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.
Greek Monotonic
κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.
Middle Liddell
κᾰκο-θῡμία, ἡ, θυμός
malevolence, Plut.