λεχαῖος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων [[πελειάς]] Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch [[φυλλάς]], zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων [[πελειάς]] Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch [[φυλλάς]], zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />couché dans le nid.<br />'''Étymologie:''' [[λέχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεχαῖος''': -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), [[ὅπως]] συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ [[μέτρον]] καὶ τὴν ἔννοιαν. | |lstext='''λεχαῖος''': -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), [[ὅπως]] συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ [[μέτρον]] καὶ τὴν ἔννοιαν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A (λέχος 1) of or for a couch, φυλλάς A.R.1.1182, cf. Theognost.Can.9. II (λέχος 4) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th.292 (Lachm., for λεχέων).
German (Pape)
[Seite 36] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
couché dans le nid.
Étymologie: λέχος.
Greek (Liddell-Scott)
λεχαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), ὅπως συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ μέτρον καὶ τὴν ἔννοιαν.
Greek Monolingual
λεχαῖος, -αία, -ον (Α) λέχος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη
2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
λεχαῖος: -α, -ον (λέχος), αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, τέκνα λεχαῖα, νεοσσοί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λεχαῖος: находящийся в гнезде (τέκνα Aesch.).