λειαίνω: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=leiai/nw | |Beta Code=leiai/nw | ||
|Definition=λείανσις, v. [[λεαίνω]], [[λέανσις]]. | |Definition=λείανσις, v. [[λεαίνω]], [[λέανσις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. épq.</i> λειανέω, <i>ao.</i> [[ἐλείηνα]] <i>ou</i> [[λείηνα]];<br /><i>poét. et ion. c.</i> [[λεαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λειαίνω''': λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. [[λεαίνω]], [[λέανσις]]. | |lstext='''λειαίνω''': λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. [[λεαίνω]], [[λέανσις]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:41, 1 October 2022
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;
poét. et ion. c. λεαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.
English (Autenrieth)
(λεῖος), fut. λειανέω, aor. 3 pl. λείηναν, part. λειήνᾶς: make smooth, smooth, level off, Od. 8.260.
Greek Monolingual
(Α λειαίνω και λεαίνω) λείος
1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη τρίβοντάς το
2. αφανίζω («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», Ηρόδ.)
3. είμαι ή γίνομαι λείος.
Greek Monotonic
λειαίνω: Ιων. αντί λεαίνω.
Russian (Dvoretsky)
λειαίνω: (эп. fut. λειανέω, aor. ἐλείηνα и λείηνα) эп.-ион. = λεαίνω.