κολπίας: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - " ’" to "’")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ὁ, mit einem Busen, [[bauschig]], [[πέπλος]] Aesch. Pers. 1017.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ὁ, mit einem Busen, [[bauschig]], [[πέπλος]] Aesch. Pers. 1017.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sinueux, qui tombe en plis.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολπίας''': -ου, ὁ, ὁ ἐξογκούμενος καὶ σχηματίζων κόλπους, κ. [[πέπλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ― κ. [[ἄνεμος]] Φίλων παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 34Β.
|lstext='''κολπίας''': -ου, ὁ, ὁ ἐξογκούμενος καὶ σχηματίζων κόλπους, κ. [[πέπλος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ― κ. [[ἄνεμος]] Φίλων παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 34Β.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />sinueux, qui tombe en plis.<br />'''Étymologie:''' [[κόλπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολπίας Medium diacritics: κολπίας Low diacritics: κολπίας Capitals: ΚΟΛΠΙΑΣ
Transliteration A: kolpías Transliteration B: kolpias Transliteration C: kolpias Beta Code: kolpi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A swelling in folds, πέπλος A.Pers.1060. 2 name of a wind, blowing from the gulf, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Ach.Tat.Intr.Arat. 33.

German (Pape)

[Seite 1475] ὁ, mit einem Busen, bauschig, πέπλος Aesch. Pers. 1017.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
sinueux, qui tombe en plis.
Étymologie: κόλπος.

Greek (Liddell-Scott)

κολπίας: -ου, ὁ, ὁ ἐξογκούμενος καὶ σχηματίζων κόλπους, κ. πέπλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ― κ. ἄνεμος Φίλων παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 34Β.

Greek Monolingual

ο (Α κολπίας) κόλπος
θαλάσσιος άνεμος που δημιουργείται γύρω από τα στόμια τών όχι και πολύ ανοιχτών κόλπων, κορφιάς
αρχ.
φρ. «κολπίας πέπλος» — πέπλος που ανασηκώνεται με τα χέρια, έτσι ώστε να σχηματίζει μεγάλες πτυχές.

Greek Monotonic

κολπίας: -ου, ὁ, αυτός που είναι εξογκωμένος και σχηματίζει κόλπους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κολπίας: ου adj. m складчатый, ниспадающий складками (πέπλος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολπίας -ου, ὁ [κόλπος] mantel met ruime plooi:. πέπλον δ’ ἔρεικε κολπίαν verscheur uw geplooide jurk Aeschl. Pers. 1060.

Middle Liddell

κολπίας, ου,
swelling in folds, Aesch. [from κόλπος