μινύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] = [[μινυρίζω]]; Aesch. Ag. 16; vgl. [[κινύρομαι]]; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται [[ἀηδών]], Soph. O. C. 677; [[μέλος]], Ar. Bccl. 880.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] = [[μινυρίζω]]; Aesch. Ag. 16; vgl. [[κινύρομαι]]; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται [[ἀηδών]], Soph. O. C. 677; [[μέλος]], Ar. Bccl. 880.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μινυρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐνύρομαι''': ἀποθ., = [[μινυρίζω]], ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ [[ἠρέμα]] καὶ [[ἡδέως]], Σοφ. Ο. Κ. 671· [[ὑποτονθορύζω]] [[μέλος]] τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν [[μέλος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. [[κινύρομαι]].
|lstext='''μῐνύρομαι''': ἀποθ., = [[μινυρίζω]], ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ [[ἠρέμα]] καὶ [[ἡδέως]], Σοφ. Ο. Κ. 671· [[ὑποτονθορύζω]] [[μέλος]] τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν [[μέλος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. [[κινύρομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[μινυρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:53, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνύρομαι Medium diacritics: μινύρομαι Low diacritics: μινύρομαι Capitals: ΜΙΝΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: minýromai Transliteration B: minyromai Transliteration C: minyromai Beta Code: minu/romai

English (LSJ)

[ῡ], = μινυρίζω, of the nightingale, warble, S.OC671 (lyr.); hum a tune, A.Ag.16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.Ec. 880.

German (Pape)

[Seite 188] = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
μινυρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνύρομαι: ἀποθ., = μινυρίζω, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ ἠρέμα καὶ ἡδέως, Σοφ. Ο. Κ. 671· ὑποτονθορύζω μέλος τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. κινύρομαι.

Greek Monolingual

μινύρομαι (Α)
1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία
2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.

Greek Monotonic

μῐνύρομαι: αποθ., μινυρίζω, λέγεται για αηδόνι, κελαηδώ, σε Σοφ.· ψιθυρίζω έναν σκοπό, μια μελωδία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μῐνύρομαι: (ῠ) Aesch., Soph., Arph. etc. = μινυρίζω.

Middle Liddell

μῐνύρομαι,
Dep., = μινυρίζω, of the nightingale, to warble, Soph.: to hum a tune, Aesch.