παλίμβαμος: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui va et vient.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ. | |lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 07:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (βαίνω) walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.
German (Pape)
[Seite 448] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui va et vient.
Étymologie: πάλιν, βῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμβᾱμος: -ον, (βαίνω) παλιμπόρευτος, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, διότι ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
English (Slater)
πᾰλίμβᾱμος, -ον in which one goes to and fro ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)
Greek Monolingual
παλίμβαμος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω
2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βᾶμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. χορταιό-βαμος].
Greek Monotonic
πᾰλίμβᾱμος: -ον (βαίνω), παλινδρομικός, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμβᾱμος: движущийся туда и обратно (ἱστῶν ὁδοί Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.
Middle Liddell
πᾰλίμ-βᾱμος, ον, βαίνω
walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.