παράκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ [[παράκοπος]], Ar. Thesm. 668.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0484.png Seite 484]] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ [[παράκοπος]], Ar. Thesm. 668.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a l'esprit frappé, fou.<br />'''Étymologie:''' [[παρακόπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράκοπος''': -ον, μεταφορ. (ἴδε [[παρακόπτω]] ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, [[παράφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.
|lstext='''παράκοπος''': -ον, μεταφορ. (ἴδε [[παρακόπτω]] ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, [[παράφρων]], Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a l'esprit frappé, fou.<br />'''Étymologie:''' [[παρακόπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκοπος Medium diacritics: παράκοπος Low diacritics: παράκοπος Capitals: ΠΑΡΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: parákopos Transliteration B: parakopos Transliteration C: parakopos Beta Code: para/kopos

English (LSJ)

ον, metaph., A frenzied, frantic, distraught, A.Pr.581 (lyr.); λῆμα π. E.Ba. 1000 (lyr.); π. κινήματα τῆς διανοίας Metrod. Herc.831.2; π.διὰ μέθην Sor. 1.39: c. gen., π. φρενῶν E.Ba.33; π. δόξα φρενῶν Tim.Pers.77. II counterfeit, παράσημοι καὶ π. χλιδαί Ph.1.261.

German (Pape)

[Seite 484] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ παράκοπος, Ar. Thesm. 668.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l'esprit frappé, fou.
Étymologie: παρακόπτω.

Greek (Liddell-Scott)

παράκοπος: -ον, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, παράφρων, Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.

Greek Monolingual

-ον, Α παρακόπτω
1. πλαστός, κίβδηλος, νόθος
2. μτφ. παράφρονας, τρελός.

Greek Monotonic

παράκοπος: -ον (παρακόπτω II), παράφρων, παρανοϊκός, σε Αισχύλ.· επίσης, παράκοπος φρενῶν, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκοπος -ον [παρακόπτω] waanzinnig; met gen.. παράκοποι φρενῶν geestelijk gestoorden ( lett. van hun verstand beroofd) Eur. Ba. 33.

Russian (Dvoretsky)

παράκοπος: (тж. π. φρενῶν Eur.) помешанный, обезумевший: λύσσῃ π. Arph. охваченный бешенством.

Middle Liddell

παράκοπος, ον, παρακόπτω II]
frenzied, frantic, Aesch.; also, παράκοπος φρενῶν Eur.