παραλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig; Arist. rhet. 1, 9; Pol. 9, 13, 5; Erklärung von [[αἱμύλιος]], Schol. Od. 1, 56. – Auch adv., Schol. Ap. Rh. 3, 107.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig; Arist. rhet. 1, 9; Pol. 9, 13, 5; Erklärung von [[αἱμύλιος]], Schol. Od. 1, 56. – Auch adv., Schol. Ap. Rh. 3, 107.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de tromper par des raisonnements captieux.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Θ΄, 135.
|lstext='''παραλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Θ΄, 135.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de tromper par des raisonnements captieux.<br />'''Étymologie:''' [[παραλογίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλογιστικός Medium diacritics: παραλογιστικός Low diacritics: παραλογιστικός Capitals: ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paralogistikós Transliteration B: paralogistikos Transliteration C: paralogistikos Beta Code: paralogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fallacious, Arist.Rh.1367b4; given to fallacious reasoning, Id.SE172b3, Jul.Or.7.216a. Adv. -κῶς Poll.9.135; gloss on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig; Arist. rhet. 1, 9; Pol. 9, 13, 5; Erklärung von αἱμύλιος, Schol. Od. 1, 56. – Auch adv., Schol. Ap. Rh. 3, 107.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de tromper par des raisonnements captieux.
Étymologie: παραλογίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

παραλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Θ΄, 135.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ παραλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός του παραλογισμού
2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς.
επίρρ...
παραλογιστικῶς Α
με παραλογιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

παραλογιστικός: -ή, -όν, απατηλός, παραπλανητικός, εσφαλμένος, σοφιστικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

παραλογιστικός: обманчивый, ложный Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλογιστικός -ή -όν [παραλογίζομαι] met drogredenering, bedrieglijk.

Middle Liddell

παραλογιστικός, ή, όν [from παραλογίζομαι
fallacious, Arist.