παρακαίω: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] (s. [[καίω]]), daneben, dabei, an der Seite anzünden, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; pass. [[λύχνος]] παρακαίεται, Her. 2, 130.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] (s. [[καίω]]), daneben, dabei, an der Seite anzünden, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; pass. [[λύχνος]] παρακαίεται, Her. 2, 130.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παρακαύσω, <i>ao.</i> παρέκηα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire brûler à côté ; <i>Pass.</i> brûler à côté;<br /><b>2</b> faire brûler par les bords, sur les côtés.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακαίω''': μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] πλησίον, πῦρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι Πλούτ. 2. 383D. - Παθητ., [[πάννυχος]] [[λύχνος]] παρακαίεται Ἡρόδ. 2. 130. 2) [[καίω]], διὰ καυστῆρος), πλαγίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διακαίω]], [[ὅταν]] δὲ φλέβας παρακαύσῃς ἢ διακαύσῃς Ἱππ. 688. 33.
|lstext='''παρακαίω''': μέλλ. -[[καύσω]], [[καίω]] πλησίον, πῦρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι Πλούτ. 2. 383D. - Παθητ., [[πάννυχος]] [[λύχνος]] παρακαίεται Ἡρόδ. 2. 130. 2) [[καίω]], διὰ καυστῆρος), πλαγίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διακαίω]], [[ὅταν]] δὲ φλέβας παρακαύσῃς ἢ διακαύσῃς Ἱππ. 688. 33.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παρακαύσω, <i>ao.</i> παρέκηα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire brûler à côté ; <i>Pass.</i> brûler à côté;<br /><b>2</b> faire brûler par les bords, sur les côtés.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαίω Medium diacritics: παρακαίω Low diacritics: παρακαίω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΙΩ
Transliteration A: parakaíō Transliteration B: parakaiō Transliteration C: parakaio Beta Code: parakai/w

English (LSJ)

aor. -έκαυσα (v. infr.), A light or keep lighted beside, πῦρ π. τοῖς νοσοῦσι Plu.2.383d; in ceremonies at tombs, Supp.Epigr.2.415 (Macedonia):—Pass., πάννυχος λύχνος π. Hdt.2.130. 2 of cautery, burn partly, ὅταν φλέβα παρακαύσῃς Hp.Vid.Ac.3.

German (Pape)

[Seite 481] (s. καίω), daneben, dabei, an der Seite anzünden, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; pass. λύχνος παρακαίεται, Her. 2, 130.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαύσω, ao. παρέκηα, etc.
1 faire brûler à côté ; Pass. brûler à côté;
2 faire brûler par les bords, sur les côtés.
Étymologie: παρά, καίω.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαίω: μέλλ. -καύσω, καίω πλησίον, πῦρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι Πλούτ. 2. 383D. - Παθητ., πάννυχος λύχνος παρακαίεται Ἡρόδ. 2. 130. 2) καίω, διὰ καυστῆρος), πλαγίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διακαίω, ὅταν δὲ φλέβας παρακαύσῃς ἢ διακαύσῃς Ἱππ. 688. 33.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
θερμαίνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό («πρόσεξε μην παρακάψεις το βούτυρο»)
2. εκπέμπω μεγάλη θερμότητα, είμαι πολύ καυτόςσήμερα παρακαίει ο ήλιος»)
αρχ.
1. καίω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πῡρ παρακαίειν τοῖς νοσοῦσι», Πλούτ.)
2. καίω πλαγίως με καυτήρα («ὅταν φλέβα παρακαύσῃς ἤ διακαύσῃς», Ιπποκρ.).

Russian (Dvoretsky)

παρακαίω: зажигать возле (πῦρ τινι Plut.): πάννυχος λύχνος παρακαίεται Her. рядом всю ночь горит светильник.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καίω, meestal med.-pass., ernaast branden:. πάννυχος λύχνος παρακαίεται de hele nacht brandt een lamp ernaast Hdt. 2.130.1.