περιήλυσις: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ἡ, wie [[περιέλευσις]], das Herumkommen, der Umlauf, Her. 2, 123, wo [[περιείλησις]] alte [[varia lectio|v.l.]], wie bei Plut. Cat. mai. 13 περιήλυσιν καὶ κύκλωσιν richtige Lesart für [[περιείλησις]] ist. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ἡ, wie [[περιέλευσις]], das Herumkommen, der Umlauf, Her. 2, 123, wo [[περιείλησις]] alte [[varia lectio|v.l.]], wie bei Plut. Cat. mai. 13 περιήλυσιν καὶ κύκλωσιν richtige Lesart für [[περιείλησις]] ist. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> circuit;<br /><b>2</b> évolution.<br />'''Étymologie:''' περιελεύσομαι, de [[περιέρχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιήλῠσις''': ἡ, ὡς τὸ [[περιέλευσις]], ἡ Περσικὴ π. καὶ [[κύκλωσις]] Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 13. 2) περιστροφὴ (μετὰ διαφ. γραφ. [[περιείλησις]]), Ἡροδ. 2.123· ἡ κοσμικὴ π. Κλήμ. Ἀλ. 884. | |lstext='''περιήλῠσις''': ἡ, ὡς τὸ [[περιέλευσις]], ἡ Περσικὴ π. καὶ [[κύκλωσις]] Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 13. 2) περιστροφὴ (μετὰ διαφ. γραφ. [[περιείλησις]]), Ἡροδ. 2.123· ἡ κοσμικὴ π. Κλήμ. Ἀλ. 884. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:02, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A = περιέλευσις, coming or going round, ἡ Περσικὴ π. καὶ κύκλωσις Plu.Cat.Ma.13. 2 revolution, cycle, Hdt.2.123.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, wie περιέλευσις, das Herumkommen, der Umlauf, Her. 2, 123, wo περιείλησις alte v.l., wie bei Plut. Cat. mai. 13 περιήλυσιν καὶ κύκλωσιν richtige Lesart für περιείλησις ist.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 circuit;
2 évolution.
Étymologie: περιελεύσομαι, de περιέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιήλῠσις: ἡ, ὡς τὸ περιέλευσις, ἡ Περσικὴ π. καὶ κύκλωσις Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 13. 2) περιστροφὴ (μετὰ διαφ. γραφ. περιείλησις), Ἡροδ. 2.123· ἡ κοσμικὴ π. Κλήμ. Ἀλ. 884.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, Α
1. η περιέλευση, η μετακίνηση από σημείο σε σημείο
2. η περιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἤλυσις «οδός, πορεία» αντί ἔλευσις (βλ. λ. ήλυσις)].
Greek Monotonic
περιήλῠσις: ἡ,
1. περιφορά, περίκλειση, σε Πλούτ.
2. περιστροφή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περιήλῠσις: ἡ (= περιέλευσις и περιείλησις) обход, круговое движение Her., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ήλυσις -εως, ἡ rondgang; Hdt. 2.123.2; omweg. Plut. CMa 13.1.
Middle Liddell
περι-ήλῠσις, εως,
1. a coming round, encompassing, Plut.
2. a revolution, Hdt.