Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πενταετηρίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0556.png Seite 556]] ἡ, fem. zum Folgdn, ἑορτά, Pind. Ol. 9, 59 N. 11, 27; fünf Jahre, Zeitraum von fünf Jahren, Lustrum, Pol. 6, 13, 3, Plut. u. A. Vgl. [[πεντετηρίς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0556.png Seite 556]] ἡ, fem. zum Folgdn, ἑορτά, Pind. Ol. 9, 59 N. 11, 27; fünf Jahre, Zeitraum von fünf Jahren, Lustrum, Pol. 6, 13, 3, Plut. u. A. Vgl. [[πεντετηρίς]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de cinq ans, qui revient tous les cinq ans, lustral ; ἡ [[πενταετηρίς]], espace de cinq ans, lustre.<br />'''Étymologie:''' [[πενταετής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πενταετηρίς''': -ίδος, ἡ, ([[ἔτος]]) = [[πεντετηρίς]]. Λυκοῦργ. 161. 40, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 1603, 1749, κ. ἀλλ.· τὸ παρὰ Ρωμ. lustrum. Πολύβ. 6. 13, 3. ΙΙ. ὡς ἐπιθετ., ὁ κατὰ πᾶν πέμπτον [[ἔτος]] ἐπαναλαμβανόμενος, π. ἑορτὰ Πινδ. Ο. 10 (11). 70, Ν. 11. 35· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑαυτὸ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁν αὐτ. ἐν Ο. 3. 38. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 150.
|lstext='''πενταετηρίς''': -ίδος, ἡ, ([[ἔτος]]) = [[πεντετηρίς]]. Λυκοῦργ. 161. 40, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 1603, 1749, κ. ἀλλ.· τὸ παρὰ Ρωμ. lustrum. Πολύβ. 6. 13, 3. ΙΙ. ὡς ἐπιθετ., ὁ κατὰ πᾶν πέμπτον [[ἔτος]] ἐπαναλαμβανόμενος, π. ἑορτὰ Πινδ. Ο. 10 (11). 70, Ν. 11. 35· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑαυτὸ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁν αὐτ. ἐν Ο. 3. 38. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 150.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de cinq ans, qui revient tous les cinq ans, lustral ; ἡ [[πενταετηρίς]], espace de cinq ans, lustre.<br />'''Étymologie:''' [[πενταετής]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰετηρίς Medium diacritics: πενταετηρίς Low diacritics: πενταετηρίς Capitals: ΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΣ
Transliteration A: pentaetērís Transliteration B: pentaetēris Transliteration C: pentaetiris Beta Code: pentaethri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A = πεντετηρίς I, Lycurg.102, Arist.Pol.1308b1, Tab.Heracl.1.105, etc.; = Lat. lustrum, Plb.6.13.3; = quinquennalia, D.C.54.19. II as adjective coming every fourth year, π. ἑορτά Pi.O.10(11).57, N.11.27; alone in same sense, Id.O.3.21, PMich.Zen.46.8 (iii B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 556] ἡ, fem. zum Folgdn, ἑορτά, Pind. Ol. 9, 59 N. 11, 27; fünf Jahre, Zeitraum von fünf Jahren, Lustrum, Pol. 6, 13, 3, Plut. u. A. Vgl. πεντετηρίς.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de cinq ans, qui revient tous les cinq ans, lustral ; ἡ πενταετηρίς, espace de cinq ans, lustre.
Étymologie: πενταετής.

Greek (Liddell-Scott)

πενταετηρίς: -ίδος, ἡ, (ἔτος) = πεντετηρίς. Λυκοῦργ. 161. 40, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 1603, 1749, κ. ἀλλ.· τὸ παρὰ Ρωμ. lustrum. Πολύβ. 6. 13, 3. ΙΙ. ὡς ἐπιθετ., ὁ κατὰ πᾶν πέμπτον ἔτος ἐπαναλαμβανόμενος, π. ἑορτὰ Πινδ. Ο. 10 (11). 70, Ν. 11. 35· ὡσαύτως καθ’ ἑαυτὸ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁν αὐτ. ἐν Ο. 3. 38. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 150.

English (Slater)

πενταετηρίς (-ίς, -ίδ(α).)
   1 four yearly
   a of the Olympic festival. πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.57) πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις (N. 11.27) pro subs., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (O. 3.21)
   b of the Pythian festival. πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπός fr. 193.

Greek Monotonic

πενταετηρίς: -ίδος, ἡ (ἔτος), = πεντετηρίς, σε Αριστ.
II. ως επίθ., αυτός που έρχεται κάθε πέμπτο έτος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πενταετηρίς: ίδος (ῐδ) adj. f справляемая каждое пятилетие (ἑορτά Pind.).
ίδος ἡ пятилетие Arst., Polyb., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταετηρίς -ίδος, ἡ [πενταέτηρος] periode van vijf jaar, lustrum; als adj. elk vijfde jaar.

Middle Liddell

πενταετηρίς, ίδος, ἡ, ἔτος
I. = πεντετηρίς, Arist.
II. as adj. coming every fifth year, Pind.