ποικιλόβουλος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0649.png Seite 649]] von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 (Plan. 300).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0649.png Seite 649]] von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 (Plan. 300).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux expédients variés, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[βουλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλόβουλος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, [[πολυμήχανος]], [[πολύτροπος]], Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. [[αἰολόβουλος]].
|lstext='''ποικῐλόβουλος''': -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, [[πολυμήχανος]], [[πολύτροπος]], Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. [[αἰολόβουλος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux expédients variés, fertile en expédients.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[βουλή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόβουλος Medium diacritics: ποικιλόβουλος Low diacritics: ποικιλόβουλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilóboulos Transliteration B: poikiloboulos Transliteration C: poikilovoulos Beta Code: poikilo/boulos

English (LSJ)

ον, of changeful counsel, wily, Προμηθεύς Hes.Th.521; Ὀδυσσεύς APl.4.300.5; Ἑρμείης Orph.H.28.3.

German (Pape)

[Seite 649] von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 (Plan. 300).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux expédients variés, fertile en expédients.
Étymologie: ποικίλος, βουλή.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόβουλος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, πολυμήχανος, πολύτροπος, Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. αἰολόβουλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ-βουλος].

Greek Monotonic

ποικῐλόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει διαφορετικές γνώμες, πανούργος, σε Ησίοδ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόβουλος: богатый на выдумки, изобретательный (Προμηθεύς Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.

Middle Liddell

ποικῐλό-βουλος, ον, βουλή
of changeful counsel, wily-minded, Hes., Anth.