Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] vielköpfig; [[θηρίον]], Plat. Rep. IX, 588 c; [[σοφιστής]], Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; [[νόμος]], Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] vielköpfig; [[θηρίον]], Plat. Rep. IX, 588 c; [[σοφιστής]], Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; [[νόμος]], Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup de têtes : [[πολυκέφαλος]] [[νόμος]] PLUT sorte de rythme pour reproduire sur la flûte le sifflement des serpents de la Gorgone.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, Πλάτ. Πολ. 588C, Σοφ. 240C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 33· [[νόμος]] π., περίφημόν τι [[μέλος]] παιζόμενον διὰ τοῦ αὐλοῦ, οὕτω κληθὲν ὡς ἀπομιμούμενον τὸν συριγμὸν τῶν ὄφεων περὶ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος, Πλούτ. 2. 1133D, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 12. 23· ἐπὶ σκορόδου, Διοσκ. 2. 181 (182).
|lstext='''πολῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, Πλάτ. Πολ. 588C, Σοφ. 240C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 33· [[νόμος]] π., περίφημόν τι [[μέλος]] παιζόμενον διὰ τοῦ αὐλοῦ, οὕτω κληθὲν ὡς ἀπομιμούμενον τὸν συριγμὸν τῶν ὄφεων περὶ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος, Πλούτ. 2. 1133D, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 12. 23· ἐπὶ σκορόδου, Διοσκ. 2. 181 (182).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup de têtes : [[πολυκέφαλος]] [[νόμος]] PLUT sorte de rythme pour reproduire sur la flûte le sifflement des serpents de la Gorgone.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέφᾰλος Medium diacritics: πολυκέφαλος Low diacritics: πολυκέφαλος Capitals: ΠΟΛΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: polyképhalos Transliteration B: polykephalos Transliteration C: polykefalos Beta Code: poluke/falos

English (LSJ)

ον, many-headed, θηρίον Pl.R. 588c; σοφιστής Id.Sph.240c, cf. Arist.GA769b27; of plants, interpol. in Dsc.2.152; π. στρέβλα (with allusion to Pl.R.l.c.) LXX 4 Ma. 7.14; νόμος π., a celebrated air on the flute, so called from its expressing the hissing of the serpents round the Gorgon's head, Plu.2.1133d.

German (Pape)

[Seite 664] vielköpfig; θηρίον, Plat. Rep. IX, 588 c; σοφιστής, Soph. 240 c; Sp., wie Luc. V. H. 1, 3; νόμος, Plut. mus. 7 u. Schol. Pind. P. 12, 15, eine berühmte Flötenweise, von Athene als Nachahmung des Gezisches der vielen Schlangen des Gorgonenhauptes erfunden.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup de têtes : πολυκέφαλος νόμος PLUT sorte de rythme pour reproduire sur la flûte le sifflement des serpents de la Gorgone.
Étymologie: πολύς, κεφαλή.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέφᾰλος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, Πλάτ. Πολ. 588C, Σοφ. 240C, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 33· νόμος π., περίφημόν τι μέλος παιζόμενον διὰ τοῦ αὐλοῦ, οὕτω κληθὲν ὡς ἀπομιμούμενον τὸν συριγμὸν τῶν ὄφεων περὶ τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος, Πλούτ. 2. 1133D, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 12. 23· ἐπὶ σκορόδου, Διοσκ. 2. 181 (182).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ.
β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα»)
αρχ.
φρ. «νόμος πολυκέφαλος» — περίφημη μελωδία του αυλού που αποδιδόταν στην Αθηνά, ήταν απομίμηση τών συριγμών τών φιδιών που υπήρχαν γύρω από το κεφάλι τών Γοργόνων και καθιερώθηκε από τον Απόλλωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. μακροκέφαλος.

Greek Monotonic

πολῠκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκέφαλος -ον [πολύς, κεφαλή] veelkoppig:. πολυκέφαλα ζῷα veelkoppige wezens Luc. 13.3.

Russian (Dvoretsky)

πολυκέφᾰλος: многоголовый (θηρίον Plat.): π. νόμος Plut. многоголовый напев (подражание на флейте шипению змей Горгоны).

Middle Liddell

πολῠ-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
many-headed, Plat.

English (Woodhouse)

with many heads

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)