πολυσινής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très malfaisant, très nuisible.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σίνομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠσῐνής''': -ές, ([[σίνομαι]]) [[λίαν]] [[βλαβερός]], [[ὀλέθριος]], [[κύων]] Αἰσχύλ. Χο. 446.
|lstext='''πολῠσῐνής''': -ές, ([[σίνομαι]]) [[λίαν]] [[βλαβερός]], [[ὀλέθριος]], [[κύων]] Αἰσχύλ. Χο. 446.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très malfaisant, très nuisible.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σίνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:25, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυσινής, -ές, Α
πολύ βλαβερός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι-σινής].

Greek Monotonic

πολῠσῐνής: -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυσῑνής: зловредный (μυχοῦ ἄφερκτος πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).

Middle Liddell

πολῠ-σῐνής, ές σίνομαι
very hurtful, baneful, Aesch.