πρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0701.png Seite 701]] = [[πρίω]], sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0701.png Seite 701]] = [[πρίω]], sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. Moy. 3ᵉ sg.</i> πριεῖται;<br /><i>c.</i> [[πρίω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[πρίω]], [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *[[πρίαμαι]]). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.
|lstext='''πρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[πρίω]], [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *[[πρίαμαι]]). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. Moy. 3ᵉ sg.</i> πριεῖται;<br /><i>c.</i> [[πρίω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 08:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίζω Medium diacritics: πρίζω Low diacritics: πρίζω Capitals: ΠΡΙΖΩ
Transliteration A: prízō Transliteration B: prizō Transliteration C: prizo Beta Code: pri/zw

English (LSJ)

A = πρίω, saw, Pl.Thg.124b (s.v.l.), D.S.4.76, Heliod. ap. Orib.47.14.3: impf. ἔπριζον LXXAm.1.3. II file, ῥίνῃ πρίζειν Gal.12.848.

German (Pape)

[Seite 701] = πρίω, sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. 3ᵉ sg. πριεῖται;
c. πρίω.

Greek (Liddell-Scott)

πρίζω: μέλλ. -ίσω, = πρίω, πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C εἶναι πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *πρίαμαι). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.

English (Strong)

a strengthened form of a primary prio (to saw); to saw in two: saw asunder.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω κάτι με πριόνι, πριονίζω
2. φρ. «ῥίνῃ πρίζω» — ρινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. πρίω.

Russian (Dvoretsky)

πρίζω: Plat., Plut., NT = πρίω I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρίζω [~ πρίω] zagen.

Chinese

原文音譯:pr⋯zw 普里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:鋸
字義溯源:鋸為兩段,被鋸鋸死,鋸開;源自(Πρίσκιλλα)X*=鋸)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 被鋸鋸死(1) 來11:37