προαγωγεία: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ἡ, das Verführen, Verkuppeln, bes. einer freien Jungfrau oder Frau od. eines freien Knaben zur Unzucht, worauf Todesstrafe in Athen stand, προαγωγείας [[νόμος]], Aesch. 1, 14; διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾑ δὴ [[προαγωγεία]] [[ὄνομα]], Plat. Theaet. 150 a; Xen. Conv. 4, 61. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. p. 332. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ἡ, das Verführen, Verkuppeln, bes. einer freien Jungfrau oder Frau od. eines freien Knaben zur Unzucht, worauf Todesstrafe in Athen stand, προαγωγείας [[νόμος]], Aesch. 1, 14; διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾑ δὴ [[προαγωγεία]] [[ὄνομα]], Plat. Theaet. 150 a; Xen. Conv. 4, 61. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. p. 332. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />prostitution.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προᾰγωγεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ (ἢ τῆς) προαγωγοῦ, τὸ παρέχειν τινὶ [[πρόσωπον]] πρὸς ἀθεμίτους πράξεις, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, Ξεν. Συμπ. 4. 61, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2. 13· τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἐν Ἀθήναις ὡς [[ἔγκλημα]], Αἰσχίν. 3. 7, Πλουτ. Σόλ. 23· ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 132. | |lstext='''προᾰγωγεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ (ἢ τῆς) προαγωγοῦ, τὸ παρέχειν τινὶ [[πρόσωπον]] πρὸς ἀθεμίτους πράξεις, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, Ξεν. Συμπ. 4. 61, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2. 13· τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἐν Ἀθήναις ὡς [[ἔγκλημα]], Αἰσχίν. 3. 7, Πλουτ. Σόλ. 23· ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 132. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, pandering, procuring, Pl.Tht.150a (προαγωγία codd.), X. Smp.4.61, Aeschin.1.14, Arist.EN1131a7.
German (Pape)
[Seite 705] ἡ, das Verführen, Verkuppeln, bes. einer freien Jungfrau oder Frau od. eines freien Knaben zur Unzucht, worauf Todesstrafe in Athen stand, προαγωγείας νόμος, Aesch. 1, 14; διὰ τὴν ἄδικον ξυναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός, ᾑ δὴ προαγωγεία ὄνομα, Plat. Theaet. 150 a; Xen. Conv. 4, 61. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. p. 332.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: προαγωγεύω.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγωγεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ (ἢ τῆς) προαγωγοῦ, τὸ παρέχειν τινὶ πρόσωπον πρὸς ἀθεμίτους πράξεις, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α, Ξεν. Συμπ. 4. 61, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2. 13· τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἐν Ἀθήναις ὡς ἔγκλημα, Αἰσχίν. 3. 7, Πλουτ. Σόλ. 23· ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. σ. 132.
Greek Monolingual
η, ΝΑ προαγωγεύω
1. η ενέργεια του προαγωγεύω, το έργο ή η ενασχόληση του προαγωγού, παρακίνηση σε μαστροπεία, εξώθηση σε πορνεία, ρουφιανιά
2. φρ. «προαγωγείας γραφή»
(αττ. δ.) δημόσια δίκη εναντίον εκείνων που ασκούσαν μαστροπεία και στους οποίους επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές
αρχ.
(με ειδ. σημ.) η με δόλια μέσα εξώθηση ελεύθερης παρθένου ή γυναίκας ή αγοριού σε αθέμιτες ερωτικές πράξεις, για τις οποίες είχαν οριστεί στην Αθήνα βαρύτατες ποινές.
Greek Monotonic
προᾰγωγεία: ἡ, το επάγγελμα του προαγωγού (προαγωγός), μαστροπεία, σε Ξεν., Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαγωγεία -ας, ἡ [προαγωγός] het pooier zijn, het hoeren leveren.
Russian (Dvoretsky)
προᾰγωγεία: ἡ сводничество Plat., Xen., Arst.: προαγωγείας νόμοι Aeschin. закон о (наказании виновных в) сводничестве.
Middle Liddell
προᾰγωγεία, ἡ,
the trade of a προαγωγός, pandering, Xen., Aeschin. [from προᾰγωγεύω]