προαναιρέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0706.png Seite 706]] (s. [[αἱρέω]]), vorher auf- und wegnehmen, wegschaffen; τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως, Dem. 19, 183; Arist. rhet. 3, 17; ἢν μή με προανέλῃ τὸ [[γῆρας]], vorher hinraffen, Isocr. 12, 34; auch = tödten, Plut. comp. Pelop. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0706.png Seite 706]] (s. [[αἱρέω]]), vorher auf- und wegnehmen, wegschaffen; τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως, Dem. 19, 183; Arist. rhet. 3, 17; ἢν μή με προανέλῃ τὸ [[γῆρας]], vorher hinraffen, Isocr. 12, 34; auch = tödten, Plut. comp. Pelop. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προαναιρήσω, <i>ao.2</i> προανεῖλον, <i>etc.</i><br />emporter <i>ou</i> anéantir auparavant, acc. ; <i>fig.</i> réfuter d'avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀναιρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαναιρέω''': ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ [[γῆρας]] Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]], πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104. | |lstext='''προαναιρέω''': ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ [[γῆρας]] Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., [[λαμβάνω]], πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:35, 2 October 2022
English (LSJ)
A take away before, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Isoc.12.34; τοὺς χρόνους π. τῆς πόλεως D.19.183; ἃ ἐροῦσι π. refute by anticipation, Arist.Rh.1418b11; kill, destroy first, ἀδελφὸν φαρμάκοις J.AJ 15.4.1, cf. Plu.Caes.28, Luc.JTr.25, App.Mith.48, Ach. Tat.3.4; τῆς αἰσθήσεως προανελὼν τὸ αἰσθανόμενον, i.e. πρὸ τῆς αἰσθήσεως, Plu.2.517a:—Pass., Id.2.820f, Hld.9.24. II Med., catch first, [τὴν σφαῖραν] Poll.9.104. III Pass., to be chosen as a representative, IG12(7).22.5 (Amorgos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 706] (s. αἱρέω), vorher auf- und wegnehmen, wegschaffen; τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως, Dem. 19, 183; Arist. rhet. 3, 17; ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας, vorher hinraffen, Isocr. 12, 34; auch = tödten, Plut. comp. Pelop. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. προαναιρήσω, ao.2 προανεῖλον, etc.
emporter ou anéantir auparavant, acc. ; fig. réfuter d'avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
προαναιρέω: ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., λαμβάνω, πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104.
Greek Monotonic
προαναιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -ανεῖλον· απομακρύνω από πριν, αναιρώ εκ των προτέρων, αποσύρω προκαταβολικά, σε Δημ.· αναιρώ όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προᾰναιρέω: (aor. 2 προανεῖλον)
1) заранее уничтожать, похищать, губить (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);
2) заранее опровергать: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αναιρέω van tevoren wegnemen; Dem. 19.183; van uitspraken van tevoren weerleggen; van pers. van tevoren uit de weg ruimen.
Middle Liddell
fut. ήσω aor2 -ανεῖλον
to take away before, Dem.: to refute by anticipation, Arist.