πρωτοπήμων: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui est la source des maux.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πῆμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτοπήμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ([[πῆμα]]) ὁ πρῶτος [[αἴτιος]] τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224. | |lstext='''πρωτοπήμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ([[πῆμα]]) ὁ πρῶτος [[αἴτιος]] τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:43, 2 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) first cause of ill, A.Ag.223 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 805] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui est la source des maux.
Étymologie: πρῶτος, πῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) ὁ πρῶτος αἴτιος τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυπήμων.
Greek Monotonic
πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, πρωταίτιος του κακού, σε Αισχύρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωτοπήμων -ονος [πρῶτος, πήμων] eerste oorzaak van rampen:. παρακοπὰ π. waanzin, die als eerste rampspoed brengt Aeschl. Ag. 223 ( lyr. ).
Russian (Dvoretsky)
πρωτοπήμων: ονος adj. являющийся первопричиной зла (παρακοπή Aesch.).