πυξίον: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0818.png Seite 818]] τό, dim. von π υξίς, bes. Schreibtafel von Burbaunholz, Luc. adv. ind. 15; LXX; auch zum Malen, Hagias in B. A. 113. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0818.png Seite 818]] τό, dim. von π υξίς, bes. Schreibtafel von Burbaunholz, Luc. adv. ind. 15; LXX; auch zum Malen, Hagias in B. A. 113. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />tablette en buis pour écrire.<br />'''Étymologie:''' [[πύξος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυξίον''': τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 [[ἔνθα]]: «[[πυξίον]]: [[ὅπου]] οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: [[ὡσαύτως]] [[πινακίδιον]] πρὸς γραφήν, [[δελτίον]], Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. [[διαθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919. | |lstext='''πυξίον''': τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 [[ἔνθα]]: «[[πυξίον]]: [[ὅπου]] οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: [[ὡσαύτως]] [[πινακίδιον]] πρὸς γραφήν, [[δελτίον]], Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. [[διαθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, A tablet of boxwood for painting on, Anaxandr.13, Amphis 51; for writing on, Ar.Fr.845, Luc.Ind.15. II list, hence section, division, τῷ ὀγδόῳ πυξίῳ τῆς γερουσίας Judeich Altertümer von Hierapolis No.278.3, cf. 209.7 (prob.), 234.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 818] τό, dim. von π υξίς, bes. Schreibtafel von Burbaunholz, Luc. adv. ind. 15; LXX; auch zum Malen, Hagias in B. A. 113.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tablette en buis pour écrire.
Étymologie: πύξος.
Greek (Liddell-Scott)
πυξίον: τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 ἔνθα: «πυξίον: ὅπου οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: ὡσαύτως πινακίδιον πρὸς γραφήν, δελτίον, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. διαθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919.
Greek Monotonic
πυξίον: τό, πίνακας γραφής από ξύλο θάμνου, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυξίον -ου, τό [πύξος] (bukshouten) plankje (om op te schrijven).
Russian (Dvoretsky)
πυξίον: τό самшитовая (писчая) дощечка Arph., Luc.