πτοία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0810.png Seite 810]] ἡ, = [[πτόα]]; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην [[βάλε]], Nic. Al. 212; εἰς [[Ἀφροδίσια]], Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ [[πτοία]] κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0810.png Seite 810]] ἡ, = [[πτόα]]; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην [[βάλε]], Nic. Al. 212; εἰς [[Ἀφροδίσια]], Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ [[πτοία]] κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> épouvante, effroi;<br /><b>2</b> transport de passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτοίᾱ''': πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.
|lstext='''πτοίᾱ''': πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> épouvante, effroi;<br /><b>2</b> transport de passion.<br />'''Étymologie:''' [[πτοέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:48, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοίᾱ Medium diacritics: πτοία Low diacritics: πτοία Capitals: ΠΤΟΙΑ
Transliteration A: ptoía Transliteration B: ptoia Transliteration C: ptoia Beta Code: ptoi/a

English (LSJ)

Ep. πτοίη Opp.H.3.431, Nic.Al.212: rarely πτόα, EM 695.1, v.l. in Ph.1.531; and πτόη, LXX 1 Ma.3.25, 3 Ma.6.17: ἡ: (πτοέω):—A terror, fright, Onos.6.5; παραχὴ καὶ π. Plu.Fab.11, cf. Ph.2.204, al.; ἀμυδραὶ καὶ φαντασιώδεις π. Philostr.VA7.14, cf. Plb. 1.39.14, 1.68.6. II excitement, πάθος ἐστὶ πτοία ψυχῆς Zeno Stoic. 1.51, cf. Chrysipp.ib.3.127; π. περὶ τὰ ἀφροδίσια, εἰς ἀφρ., Epicur. Fr.458, Ael.NA10.27; ἡ περὶ φιλοσοφίαν π. Procl.in Alc.p.43C., cf. Plu.2.83d: pl., Ti.Locr.103b.

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, = πτόα; καὶ παραφροσύναι, im plur., Tim. Locr. 103 b; Pol. 1, 39, 14 u. öfter; ἐς κραδίην πτοίην βάλε, Nic. Al. 212; εἰς Ἀφροδίσια, Ael. H. A. 10, 27; φόβῳ καὶ πτοίᾳ, Philostr.; ταραχὴ καὶ πτοία κατεῖχε τοὺς Ῥωμαίους, Plut. Fab. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 épouvante, effroi;
2 transport de passion.
Étymologie: πτοέω.

Greek (Liddell-Scott)

πτοίᾱ: πτοιᾱλέος, πτοιέω, πτοίησις, πτοιητός, ἴδε ἐν λ. πτο-.

Greek Monolingual

και πτόα και πτόη και πτοίη, ἡ, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
1. πτόηση, μεγάλος φόβος, τρομάρα (α. «ἀδιήγητος κατεῖχε ταραχὴ καὶ πτοία τοὺς Ῥωμαίους», Πλούτ.
β. «θεωροῦν τες οἱ Ῥωμαῖοι τὴν ἐν τοῖς πεζοῖς στρατοπέδοις πτοίαν καὶ δυσελπιστίαν», Πολ.)
2. διέγερση, ορμή της ψυχής, παρόρμηση (α. «πάθος ἐστὶ πτοία ψυχής», Ζήν.
β. «πτοία περὶ τὰ ἀφροδίσια», Επίκ).

Russian (Dvoretsky)

πτοία: ἡ = πτόα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτοία -ας, ἡ [πτοέω] vrees.