στεγαστρίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στεγαστρίς''': ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς [[κάλυμμα]], διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ [[γεῖσον]], ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
|lstext='''στεγαστρίς''': ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς [[κάλυμμα]], διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ [[γεῖσον]], ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui couvre.<br />'''Étymologie:''' [[στεγάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγαστρίς Medium diacritics: στεγαστρίς Low diacritics: στεγαστρίς Capitals: ΣΤΕΓΑΣΤΡΙΣ
Transliteration A: stegastrís Transliteration B: stegastris Transliteration C: stegastris Beta Code: stegastri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194. II as substantive, prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.

Greek (Liddell-Scott)

στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].

Greek Monotonic

στεγαστρίς: ἡ (στεγάζω), αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

στεγαστρίς: ίδος adj. f служащая покровом (διφθέρα Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεγαστρίς -ίδος [στεγάζω] die niets doorlaat, waterdicht.

Middle Liddell

στεγαστρίς, ίδος, ἡ, στεγάζω
that serves for covering, Hdt.