τραυλίζω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] lispeln, schnarren, bes. von denen, die einen Buchstaben nicht deutlich aussprechen, wie Alkibiades R als L sprach, Ar. Vesp. 44 Nubb. 852. 1363; Asclpds 16 (XII, 162). – Med. bei Arist. H. A. 4, 9, zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] lispeln, schnarren, bes. von denen, die einen Buchstaben nicht deutlich aussprechen, wie Alkibiades R als L sprach, Ar. Vesp. 44 Nubb. 852. 1363; Asclpds 16 (XII, 162). – Med. bei Arist. H. A. 4, 9, zw. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=bégayer, grasseyer ; balbutier.<br />'''Étymologie:''' [[τραυλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τραυλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (τραυλὸς) ὡς καὶ νῦν [[τραυλίζω]], «τσηβδίζω», Λατ. balbutire, ὡς ὁ Ἀλκιβιάδης [[ὅστις]] προέφερε τὸ ρ ὡς λ, εἶτ’ Ἀλκιβιάδης εἶπε [[πρός]] με τραυλίσας, ὁλᾷς, Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει Ἀριστοφ. Σφ. 44 κἑξ.· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλασαυχενεύεταί τε καὶ τραυλίζεται Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 3· ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ’ ἔστιν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ἐπὶ παιδίων, Ἀριστοφ. Νεφ. 862. 1381, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17. ― [[Κατὰ]] Γαλην. τ. 9, σ. 268: «[[ὥσπερ]] τὸ ψελλίζεσθαι τῆς διαλέκτου [[πάθος]] ἐστίν, οὐ τῆς φωνῆς, οὕτω καὶ τὸ τραυλίζειν, μὴ δυναμένης τῆς γλώσσης ἀκριβῶς ἐκείνας διαρθροῦν τὰς φωνάς, ὅσαι διὰ τοῦ τ καὶ τοῦ ρ λέγονται, ... ὅσαι τε ἄλλαι παραπλήσιαι». | |lstext='''τραυλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (τραυλὸς) ὡς καὶ νῦν [[τραυλίζω]], «τσηβδίζω», Λατ. balbutire, ὡς ὁ Ἀλκιβιάδης [[ὅστις]] προέφερε τὸ ρ ὡς λ, εἶτ’ Ἀλκιβιάδης εἶπε [[πρός]] με τραυλίσας, ὁλᾷς, Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει Ἀριστοφ. Σφ. 44 κἑξ.· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλασαυχενεύεταί τε καὶ τραυλίζεται Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 3· ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ’ ἔστιν [[ἔνδεια]] τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ἐπὶ παιδίων, Ἀριστοφ. Νεφ. 862. 1381, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17. ― [[Κατὰ]] Γαλην. τ. 9, σ. 268: «[[ὥσπερ]] τὸ ψελλίζεσθαι τῆς διαλέκτου [[πάθος]] ἐστίν, οὐ τῆς φωνῆς, οὕτω καὶ τὸ τραυλίζειν, μὴ δυναμένης τῆς γλώσσης ἀκριβῶς ἐκείνας διαρθροῦν τὰς φωνάς, ὅσαι διὰ τοῦ τ καὶ τοῦ ρ λέγονται, ... ὅσαι τε ἄλλαι παραπλήσιαι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:05, 2 October 2022
English (LSJ)
mispronounce a letter, lisp, as Alcibiades made r into l, Ar.V.44; ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ' ἐστὶν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Arist.PA660a26; πασχούσης [τῆς γλώττης] τραυλίζειν καὶ ψελλίζειν συμβαίνει Gal.16.510; of children, Ar.Nu.862,1381, Arist.HA536b8; σοφὰ . . -ίζουσα χελειδονίς IG14.1934f7:—Med., Archipp.45.
German (Pape)
[Seite 1135] lispeln, schnarren, bes. von denen, die einen Buchstaben nicht deutlich aussprechen, wie Alkibiades R als L sprach, Ar. Vesp. 44 Nubb. 852. 1363; Asclpds 16 (XII, 162). – Med. bei Arist. H. A. 4, 9, zw.
French (Bailly abrégé)
bégayer, grasseyer ; balbutier.
Étymologie: τραυλός.
Greek (Liddell-Scott)
τραυλίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (τραυλὸς) ὡς καὶ νῦν τραυλίζω, «τσηβδίζω», Λατ. balbutire, ὡς ὁ Ἀλκιβιάδης ὅστις προέφερε τὸ ρ ὡς λ, εἶτ’ Ἀλκιβιάδης εἶπε πρός με τραυλίσας, ὁλᾷς, Θέωλος τὴν κεφαλὴν κόλακος ἔχει Ἀριστοφ. Σφ. 44 κἑξ.· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κλασαυχενεύεταί τε καὶ τραυλίζεται Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 3· ψελλίζονται καὶ τραυλίζουσι· τοῦτο δ’ ἔστιν ἔνδεια τῶν γραμμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 3· ἐπὶ παιδίων, Ἀριστοφ. Νεφ. 862. 1381, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 17. ― Κατὰ Γαλην. τ. 9, σ. 268: «ὥσπερ τὸ ψελλίζεσθαι τῆς διαλέκτου πάθος ἐστίν, οὐ τῆς φωνῆς, οὕτω καὶ τὸ τραυλίζειν, μὴ δυναμένης τῆς γλώσσης ἀκριβῶς ἐκείνας διαρθροῦν τὰς φωνάς, ὅσαι διὰ τοῦ τ καὶ τοῦ ρ λέγονται, ... ὅσαι τε ἄλλαι παραπλήσιαι».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τρευλίζω Α τραυλός
1. πάσχω από τραυλισμό, δυσκολεύομαι στην προφορά του φθόγγου ρω
2. λέω κάτι με τρεμουλιαστή φωνή, κομπιάζω
νεοελλ.
είμαι βραδύγλωσσος
αρχ.
(για χελιδόνι) κελαηδώ, τερετίζω.
Greek Monotonic
τραυλίζω: Αττ. μέλ. τραυλιῶ, (τραυλὸς)· τραυλίζω, Λατ. balbutire, όπως ο Αλκιβιάδης ο οποίος πρόφερε το ρ ως λ, σε Αριστοφ.· λέγεται για τα παιδιά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τραυλίζω: шепелявить, сюсюкать Arph., Arst., Plut.
Middle Liddell
τραυλίζω, τραυλός
to lisp, Lat. balbutire, as Alcibiades made r into l, Ar.; of children, Ar.