τριτοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tritoba/mwn
|Beta Code=tritoba/mwn
|Definition=[ᾱ], ον, gen. ονος, [[forming a third foot]], βάκτρον <span class="bibl">E. <span class="title">Tr.</span> 275</span> (lyr.); cf. [[τρίπους]] ''ΙΙ''.
|Definition=[ᾱ], ον, gen. ονος, [[forming a third foot]], βάκτρον <span class="bibl">E. <span class="title">Tr.</span> 275</span> (lyr.); cf. [[τρίπους]] ''ΙΙ''.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui fait office de troisième pied (bâton).<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐτοβάμων''': [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον [[πόδα]], ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ [[βάκτρον]], ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ [[βάκτρον]]) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. [[τρίπους]] ΙΙ.
|lstext='''τρῐτοβάμων''': [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον [[πόδα]], ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ [[βάκτρον]], ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ [[βάκτρον]]) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. [[τρίπους]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui fait office de troisième pied (bâton).<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:11, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτοβᾱ́μων Medium diacritics: τριτοβάμων Low diacritics: τριτοβάμων Capitals: ΤΡΙΤΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tritobámōn Transliteration B: tritobamōn Transliteration C: tritovamon Beta Code: tritoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, forming a third foot, βάκτρον E. Tr. 275 (lyr.); cf. τρίπους ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui fait office de troisième pied (bâton).
Étymologie: τρίτος, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτοβάμων: [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον πόδα, ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ βάκτρον, ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ βάκτρον) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. τρίπους ΙΙ.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ Α
φρ. «τριτοβαμονος βάκτρου» — με το μπαστούνι που είναι σαν τρίτο πόδι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. μονο-βάμων].

Greek Monotonic

τρῐτοβάμων: [ᾱ], -ον (βαίνω), αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει το τρίτο πόδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτοβάμων: 2, gen. ονος идущий в качестве третьего, т. е. служащий (как бы) третьей ногой: τριτοβάμονος δεύεσθαι βάκτρου Eur. нуждаться в палке для ходьбы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριτοβᾱ́μων -ον, gen. -ονος [τρίτος, βαίνω] Dor. als derde voet:. ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου ik, die voor mijn hand een stok als derde voet nodig heb Eur. Tr. 275.

Middle Liddell

τρῐτο-βά¯μων, ον, βαίνω
forming a third foot, Eur.