φιλοπροσήγορος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d'un abord aimable, affable.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[προσήγορος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοπροσήγορος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου [[φιλοπροσήγορος]] Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139. | |lstext='''φῐλοπροσήγορος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου [[φιλοπροσήγορος]] Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, affable, Isoc.1.20, Poll.5.137, Plu.2.10a, etc. Adv. -ρως Poll.5.139.
German (Pape)
[Seite 1284] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un abord aimable, affable.
Étymologie: φίλος, προσήγορος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπροσήγορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου φιλοπροσήγορος Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139.
Greek Monolingual
-ον, Α
ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός.
επίρρ...
φιλοπροσηγόρως Α
με φιλοπροσηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].
Greek Monotonic
φῐλοπροσήγορος: -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, καταδεκτικός, φιλοφρονητικός, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπροσήγορος: общительный, приветливый, т. е. доступный Isocr., Plut.
Middle Liddell
φῐλο-προσήγορος, ον,
easy of address, affable, Isocr.