φλεγματώδης: Difference between revisions
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ες, zsgz. statt [[φλεγματοειδής]], Plat. Rep. III, 406 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ες, zsgz. statt [[φλεγματοειδής]], Plat. Rep. III, 406 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />qui produit de l'inflammation, inflammatoire.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγμα]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλεγματώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[φλεγματοειδής]], [[φλογώδης]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, κ. ἀλλ. ἐπὶ τροφῆς, ἀντίθετον τῷ ἰσχναινόμενος, ὁ αὐτ. 421. 9, Πλάτ. Πολ. 406Α. 2) ἐπὶ προσώπων, [[φλεγματικός]], φλεγματικῆς διαθέσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1080, Ἀριστ. Προβλ. 1. 11. ΙΙ. [[ὅμοιος]] φλέγματι, [[κάθαρσις]] ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 6. 20, 5., 29. 3· ἀπομύσσεσθαι φλεγματωδέστατον Ἱππ. 227. 19. 2) ὁ δυνάμενος ἢ [[ἐπιτήδειος]] νὰ παράγῃ [[φλέγμα]], ὕδατα ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283. | |lstext='''φλεγματώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[φλεγματοειδής]], [[φλογώδης]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, κ. ἀλλ. ἐπὶ τροφῆς, ἀντίθετον τῷ ἰσχναινόμενος, ὁ αὐτ. 421. 9, Πλάτ. Πολ. 406Α. 2) ἐπὶ προσώπων, [[φλεγματικός]], φλεγματικῆς διαθέσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1080, Ἀριστ. Προβλ. 1. 11. ΙΙ. [[ὅμοιος]] φλέγματι, [[κάθαρσις]] ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 6. 20, 5., 29. 3· ἀπομύσσεσθαι φλεγματωδέστατον Ἱππ. 227. 19. 2) ὁ δυνάμενος ἢ [[ἐπιτήδειος]] νὰ παράγῃ [[φλέγμα]], ὕδατα ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ες,
A full of phlegm, κεφαλαί Hp.Aër.3.
2 of food, nourishing, Id.Loc.Hom.41.
b inflammatory, Pl.R.406a.
3 of persons, phlegmatic, Hp.Epid.3.14, Arist.Pr.860b9.
II like phlegm, κάθαρσις Id.HA574b5, 578b19; τὸ αἷμα . . ῥέει φλεγματωδέστερον καὶ χολωδέστερον Hp. Nat.Hom.6.
2 apt to produce phlegm, ὕδατα Id.Aër7 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1291] ες, zsgz. statt φλεγματοειδής, Plat. Rep. III, 406 a.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui produit de l'inflammation, inflammatoire.
Étymologie: φλέγμα, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγματώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλεγματοειδής, φλογώδης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, κ. ἀλλ. ἐπὶ τροφῆς, ἀντίθετον τῷ ἰσχναινόμενος, ὁ αὐτ. 421. 9, Πλάτ. Πολ. 406Α. 2) ἐπὶ προσώπων, φλεγματικός, φλεγματικῆς διαθέσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1080, Ἀριστ. Προβλ. 1. 11. ΙΙ. ὅμοιος φλέγματι, κάθαρσις ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 6. 20, 5., 29. 3· ἀπομύσσεσθαι φλεγματωδέστατον Ἱππ. 227. 19. 2) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος νὰ παράγῃ φλέγμα, ὕδατα ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283.
Greek Monolingual
-ες / φλεγματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
1. (για προσ.) φλεγματικός
2. όμοιος με φλέγμα
αρχ.
1. φλογώδης, φλογισμένος, ερεθισμένος
2. αυτός που παχαίνει, που φουσκώνει
3. αυτός που έχει την ιδιότητα να παράγει φλέγματα.
Greek Monotonic
φλεγμᾰτώδης: -ες (εἶδος), φλεγματικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φλεγμᾰτώδης:
1) причиняющий воспаление Plat.;
2) страдающий воспалением, катаральный Arst.;
3) похожий на флегму, слизистый (κάθαρσις Arst.).
Middle Liddell
φλεγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
inflammatory, Plat.